«Τα Λάθη μιας νύχτας» ή «Υποβιβάζεται για να κατακτήσει»
του Oliver Goldsmith ( « She Stoops to Conquer » )
Ο νεαρός Μάρλοου πηγαίνει στο σπίτι του υποψήφιου πεθερού του βέβαιος ότι πηγαίνει σε πανδοχείο. Και φυσικά συμπεριφέρεται προς τους ενοίκους σαν να επρόκειτο για πραγματικούς ταβερνιάρηδες. Ακολουθεί και δεύτερη παρεξήγηση : Η υποψήφια νύφη μαθαίνοντας ότι ο Μάρλοου που από την πρώτη στιγμή τον συμπάθησε, κατέχεται από κάποιο κόμπλεξ απέναντι στις δεσποινίδες της τάξεως της ενώ αντίθετα είναι πολύ ζωηρός προς τα κορίτσια του λαού, μεταμφιέζεται σε υπηρέτρια για να μπορέσει να αποσπάσει τον έρωτα του.
Ολιβερ Γκόλντσμιθ
του Oliver Goldsmith ( « She Stoops to Conquer » )
Ο νεαρός Μάρλοου πηγαίνει στο σπίτι του υποψήφιου πεθερού του βέβαιος ότι πηγαίνει σε πανδοχείο. Και φυσικά συμπεριφέρεται προς τους ενοίκους σαν να επρόκειτο για πραγματικούς ταβερνιάρηδες. Ακολουθεί και δεύτερη παρεξήγηση : Η υποψήφια νύφη μαθαίνοντας ότι ο Μάρλοου που από την πρώτη στιγμή τον συμπάθησε, κατέχεται από κάποιο κόμπλεξ απέναντι στις δεσποινίδες της τάξεως της ενώ αντίθετα είναι πολύ ζωηρός προς τα κορίτσια του λαού, μεταμφιέζεται σε υπηρέτρια για να μπορέσει να αποσπάσει τον έρωτα του.
«ΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΓΟΥΟΡΡΕΝ»
γράφτηκε το 1893 και αποτελεί ένα από τα πιο δημοφιλή έργα του Σω. Αφορά τη σχέση ανάμεσα στην κα Γουόρρεν και την κόρη της, Βίβη.
Η Βίβη, μια νέα γυναίκα απόφοιτη και αριστούχος του Πανεπιστημίου του Cambridge, ανακαλύπτει ότι η περιουσία της μητέρας της προέρχεται από το αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου. Αρχικά οι δύο γυναίκες συμφιλιώνονται, αφού η κα Γουόρρεν εξιστορεί τις συνθήκες ανέχειας, οι οποίες την οδήγησαν στην πορνεία. Η σύγκρουση όμως, είναι αναπόφευκτη, όταν αποκαλύπτεται ότι επιχείρηση παραμένει ακόμα σε λειτουργία μια και είναι πολύ επικερδής
Ο Σω θέτει σε αυτό του το έργο μεγάλα ζητήματα: τα κοινωνικά ήθη των καιρών, τη θέση της γυναίκας της μέσης τάξης και την εκμετάλλευση της σ’ ένα κόσμο φτιαγμένο από άντρες για άντρες. Το δικαίωμα στη δουλειά και τη μόρφωση. Τη διαφθορά του χρήματος σε κάθε κοινωνική μορφή. Την αμφισβήτηση σ’ ένα σύστημα αξιών που εκπορεύεται και καταλήγει πάντα στο χρήμα. Την αμφισβήτηση σ’ ένα εκπαιδευτικό σύστημα που παραπλανά τους νέους ανθρώπους και δεν τους διδάσκει την αληθινή και σκληρή Αλήθεια.
Ο Τζώρτζ Μπέρναρντ Σω μιλάει προφητικά για όλα. Σε ένα κόσμο, που η λέξη «ηθική» ακούγεται παράξενη, σε μια εποχή αναβρασμού, που οι νέοι άνθρωποι αμφισβητούν το σύστημα αξιών που τους κληρονομείται, κάνουν το έργο αυτό αν και έχουν περάσει εκατό χρόνια από τότε που γράφτηκε, αξεπέραστα σημερινό, με αλήθειες που ακόμη και σήμερα εξακολουθούν να σοκάρουν.
Αγάπη μου ΟΥΑ ΟΥΑ τουΦρανσουά Καμπό
Ο Πάνος Βένετης είναι ένας συγγραφέας που τα οικονομικά του δεν είναι καθόλου καλά τον τελευταίο καιρό. Η γυναίκα του Εύα γκρινιάζει συνεχώς γι' αυτή την κατάσταση, όμως η ίδια δεν έχει σκοπό να αλλάξει συνήθειες και να περιορίσει τις ανέσεις της. Έτσι όταν φεύγει η υπηρέτριά τους αμέσως θα ζητήσει απ' το πρακτορείο μια νέα για να την αντικαταστήσει. Η καινούρια υπηρέτρια είναι από την Αφρική και ονομάζεται Αγάπη μου ΟΥΑ ΟΥΑ
Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα Λουίτζι Πιραντέλο
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα (ιταλικός τίτλος: Sei personaggi in cerca d'autore) είναι το διασημότερο θεατρικό έργο του Ιταλού συγγραφέα Λουίτζι Πιραντέλλο. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1921 και πήρε την οριστική του μορφή το 1925.
Πρεμιέρα
Το έργο πρωτοανέβηκε στη σκηνή το 1921 από την Compagnia Di Dario Niccomedi στο θέατρο Valle της Ρώμης με ανάμεικτη υποδοχή. Το κοινό χωρίστηκε σε υποστηρικτές και αντιπάλους του έργου, με τους δεύτερους να φωνάζουν: "Ασυλο, άσυλο!" Ο συγγραφέας, που ήταν παρών στην παράσταση με την κόρη του Λιέτα, αναγκάστηκε σχεδόν κυριολεκτικά να φυγαδευτεί από το θέατρο μέσω μιας βοηθητικής εξόδου προκειμένου να αποφύγει το πλήθος των πολεμίων. Το ίδιο δράμα, εντούτοις, σημείωσε μεγάλη επιτυχία όταν παρουσιάστηκε στο Μιλάνο.
Πλοκή
Στο Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα, οι θεατές παρακολουθούν τις πρόβες ενός θιάσου όταν ξαφνικά εισβάλλουν στο θέατρο έξι χαρακτήρες οι οποίοι ζητούν από τον σκηνοθέτη να αναλάβει να γράψει την ιστορία τους και να την ανεβάσει. Οι χαρακτήρες ζητούν επίμονα να τους δοθεί ζωή, να τους επιτραπεί να αφηγηθούν την ιστορία τους. Για το σκοπό αυτό ο καθένας τους παρουσιάζει την ιστορία, ειδωμένη όμως από τη δική του οπτική γωνία. Ο Πιραντέλο περιγράφει πως συνέλαβε την ιδέα του έργου στην εισαγωγή της έντυπης έκδοσής του: μια άκαρπη προσπάθεια για ένα έργο που σταμάτησε να γράφει όταν συνειδητοποίησε ότι "έχω στενοχωρήσει ήδη τους αναγνώστες μου με εκατοντάδες και εκατοντάδες ιστορίες. Γιατί να τους στενοχωρήσω τώρα με τη διήγηση των θλιβερών εμπλοκών αυτών των έξι δυστυχισμένων;" Οι χαρακτήρες, εντούτοις, ήδη υπάρχοντες στο μυαλό του ήταν "πλάσματα του πνεύματός μου, αυτά οι έξι ζούσαν ήδη μια ζωή που ήταν δική τους κι όχι δική μου πια, μια ζωή που δεν ήταν στη δύναμή μου να τους αρνηθώ πλέον."
Χαρακτήρες
Ο Πατέρας - Είναι παντρεμένος αρχικά με Τη Μητέρα και επιμένει να στείλουν το γιο μακριά για να ζήσει στη εξοχή. Ύστερα, είπε Στη Μητέρα να παντρευτεί ένα άλλο άτομο που αισθάνθηκε ότι αγάπησε περισσότερο. Αργότερα, δημιουργεί σχεδόν σχέση με την προγονή του (Την Κόρη) έως ότου παρεμβαίνει Η Μητέρα. Όταν μαθαίνει ότι ο δεύτερος σύζυγος Της Μητέρας πέθανε, φέρνει αυτή, Το Γιο, Την Κόρη, Το Κορίτσι, και Το Αγόρι πίσω για να ζήσουν μαζί του.
Η Μητέρα - Αρχικά παντρεμένη με Τον Πατέρα, ερωτεύεται έναν από τους υπαλλήλους του και φεύγει με αυτόν με εντολή Του Πατέρα. Έχει τρία παιδιά, Το αγόρι, Το Κορίτσι, και Την Κόρη με το δεύτερο σύζυγο και έχει Το Γιο με Τον Πατέρα.
Ο Γιος - Ο γιος Του Πατέρα και Της Μητέρας. Για να τον κάνει πιο δυνατό, Ο Πατέρας τον στέλνει μακριά στην εξοχή για να ζήσει με μια παραμάνα όταν είναι μωρό. Επομένως, μεγάλωσε χωρίς να γνωρίζει τους γονείς του και τους αντιπαθεί. Αντιπαθεί επίσης την θετή οικογένειά του, μην θεωρώντας τους μέρος της οικογένειας.
Η Κόρη - η εύψυχη κόρη Της Μητέρας και του δεύτερου συζύγου της. Απασχολείται από την Μαντάμ Πάτσε και ύστερα από "δύο μήνες ορφανή", δημιουργεί σχεδόν ένα δεσμό με Τον Πατέρα. Αναφέρεται ότι το σκάει από το σπίτι αργότερα στην ιστορία. Σύμφωνα με την ίδια, πήγαινε στο συγγραφέα της ιστορίας συνεχώς, προσπαθώντας να τον κάνει να τελειώσει την ιστορία.
Το Αγόρι - το μεσαίο παιδί και μόνος γιος Της Μητέρας από το δεύτερο σύζυγό της. Αντιπαθείται από Την Κόρη, η οποία νομίζει ότι είναι ηλίθιος. Δεν μιλά ποτέ κατά τη διάρκεια του έργου. Στο τέλος του παιχνιδιού, αυτοκτονεί πυροβολώντας το κεφάλι του με ένα περίστροφο.
Το Κορίτσι- η νεώτερη κόρη Της Μητέρας και του δεύτερου συζύγου της. Είναι η συμπάθεια Της Κότης. Αναφέρεται μια φορά ότι ονομάζεται Ροζέτα. Δεν μιλά ποτέ κατά τη διάρκεια του έργου. Στο τέλος του έργου, πνίγεται σε μια λιμνούλα μέσα στην οποία έπαιζε, αν και Ο Γιος προσπαθεί να την τραβήξει έξω.
Η Μαντάμ Πάτσε - εργοδότρια της μητέρας και (πιό πρόσφατα) Της Κόρης. Διευθύνει ένα κατάστημα - οίκο ανοχής. Εμφανίζεται μόνο για ένα μικρό διάστημα στο έργο, όταν Η Κόρη και Ο Πατέρας εκτελούν μαζί τη σκηνή τους στο κατάστημα. Μιλά με ένα ιταλο-αμερικανικό ύφος.«Κερένια κούκλα»
Διάβασα την «Κερένια κούκλα» το καλοκαίρι του 2006, κυρίως από περιέργεια για τη συγγραφική δεινότητα του Χρηστομάνου αλλά και γιατί αμυδρά θυμόμουν εικόνες απ’ την τηλεοπτική της μεταφορά, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80 υποθέτω, στην ασπρόμαυρη δημόσια τηλεόραση. (ΕΡΤ ή ΥΕΝΕΔ, θα σας γελάσω).Θυμάμαι την ηθοποιό που ενσάρκωνε την άρρωστη Βιργινία, ήταν η Νόνη Ιωαννίδου όπως θα μάθαινα εκ των υστέρων. Αν και δεν πολυκαταλάβαινα τότε τι πραγματευόταν ακριβώς το σήριαλ, το χάζευα γιατί με μάγευε η φωνή της. Κι έτσι, επί σειρά ετών είχα πέσει στην πλάνη ότι η «Κερένια Κούκλα» ήταν η Βιργινία, δηλαδή η ηρωίδα που ενσάρκωνε η Νόνη Ιωαννίδου. Δεν ήταν όμως. Αν και θα μπορούσε να είναι. Αλλά αυτό το καταλαβαίνει κανείς διαβάζοντας το βιβλίο...
Ο Χρηστομάνος υπήρξε εστέτ και συμβολιστής, χαρακτηριστικά που διακρίνονται εύκολα αν διαβάσει κανείς κάτι δικό του. Και βέβαια η συγγραφική του δραστηριότητα δεν περιορίζεται στην «Κερένια κούκλα», αλλά αυτή μας ενδιαφέρει επί του παρόντος.
«Η Κερένια κούκλα» είναι γεμάτη συμβολισμούς, αλλά κυριαρχεί ένας βασικός που τον μαρτυράει κι ο ίδιος ο τίτλος της. Είναι το μωρό που γεννιέται ασθενικό και μοιάζει με τη Βιργινία, είναι και η Βιργινία που καθηλώθηκε σ’ ένα κρεββάτι παρατηρώντας την ομορφιά και τα νειάτα της να λειώνουν απ’ την αρρώστεια .
Η Κερένια Κούκλα γράφτηκε το 1908 και δημοσιεύτηκε αρχικά σε συνέχειες στην εφημερίδα «Πατρίς». Εκδόθηκε απ’ τον οίκο Φέξη το 1911, χρονιά θανάτου του συγγραφέα της- ούτε ο ίδιος ο Χρηστομάνος δεν θα μπορούσε να προβλέψει αυτόν τον συμβολισμό/ σύμπτωση... με πλήρη τίτλο: «Η Κερένια κούκλα. Αθηναϊκό μυθιστόρημα».
Έγινε θεατρικό έργο από τον Παντελή Χόρν (στις 14 και 15 Ιουλίου 1915 από τον θίασο της Κυβέλης σε σκηνοθεσία Θωμά Οικονόμου- δυστυχώς δεν διασώθηκε το κείμενο του Χορν), ταινία από τον Μιχ. Γλητσό (η πρώτη μεταφορά ελληνικού λογοτεχνικού έργου στον κινηματογράφο με πρωταγωνίστρια την Βιργινία Διαμάντη, το 1916), έγινε ξανά ταινία απ’ τον Μαυρίκιο Νόβακ το 1958, αργότερα σειρά στην ελληνική τηλεόραση και το 1996, παρουσιάστηκε στο θέατρο από τη θεατρική εταιρεία «Αιωρία» σε διασκευή και σκηνοθεσία Κατερίνας Σαρροπούλου.Η «Κερένια κούκλα» δεν άφησε αδιάφορο ούτε το θέατρο του 21ου αιώνα. 100 σχεδόν χρόνια μετά τη συγγραφή της, ενέπνευσε τον Άκη Δήμου να γράψει το «Αίμα που μαράθηκε» και που μου έδωσε την αφορμή να ασχοληθώ με τα σχετικά ποστ. Περισσότερα για το θεατρικό εδώ.
Το θέμα που πραγματεύεται είναι φαινομενικά απλό:
Ο Νίκος και η Βιργινία ζουν στις αρχές του 20ου αιώνα στην Αθήνα σ’ ένα σπιτάκι κάτω απ’ τον λόφο του Φιλοπάππου. Κάποια στιγμή μπαίνει ανάμεσα τους μια νέα κοπέλα, η Λιόλια που ήρθε στο σπίτι για να βοηθάει την άρρωστη σύζυγο. Η υγεία και τα νειάτα της Λιόλιας θα κερδίσουν τα αισθήματα του Νίκου ενώ η άρρωστη σύζυγος βασανισμένη από τις υποψίες, μαραζώνει κυριολεκτικά πάνω στο νυφικό της κρεββάτι. Ο Νίκος και η Λιόλια παντρεύονται και αποκτούν ένα παιδί, την «κερένια κούκλα». Σύντομα όμως η Μοίρα θα τους χτυπήσει την πόρτα ζητώντας το μερίδιο της…
Η «Κερένια Κούκλα» θεωρήθηκε ως ένα από τα πρώτα δείγματα του συμβολισμού στη νέα ελληνική λογοτεχνία. Ο Χρηστομάνος καταφέρνει να μας παρουσιάσει ένα τολμηρό κείμενο, να ηθογραφήσει με ενάργεια τους χαρακτήρες του και να μας περιγράψει με ρεαλισμό τη σκληρή ζωή εκείνης της εποχής. Ο ρεαλισμός της αφήγησης συνδυάζεται με τον λυρισμό των περιγραφών και η απλή γλώσσα του κειμένου ελκύει περισσότερο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Ανάμεσα στους λογοτέχνες και κριτικούς της εποχής της πρώτης έκδοσης, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, είχε ήδη εντοπίσει τις αρετές αλλά και κάποια αδύνατα σημεία του. Τον ίδιο τον Χρηστομάνο άλλωστε, περιέβαλλε ένας μύθος, ο οποίος, όπως φαίνεται, δεν άφησε το μυθιστόρημά του να ξεχαστεί και συνέχισε να επανεκδίδεται, στα μετέπειτα χρόνια αρκετά συστηματικά.
Ο κριτικός Βάσος Βαρίκας, το 1970, κάνει λόγο για «σελίδες αξιανάγνωστες, ακόμη και σήμερα, από τις καλύτερες της πεζογραφίας μας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου