Σήμερα θα ακούσουμε ένα κείμενο που παίζεται με μεγάλη επιτυχία ακόμα και σήμερα στο εξωτερικό, και ειδικά στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Αμερική. Ο Μάικλ Φρέιν, είναι ένας συγγραφέας με ποικίλο συγγραφικό έργο, που πολλές φορές ενθουσίασε το κοινό, αλλά και το απογοήτευσε. Γνωρισε τεράστια επιτυχία με τη φάρσα του «Noises off» (1982), ενω με το σημερινό μας έργο, «Benefactors» (1984), δέχτηκε διθυραμβικές κριτικές. Ωστόσο,υπηρξαν φορες που αντιμετωπισε τον χλευασμο της κριτικης και την αποδοκιμασία του κοινού, οπως συνεβει με τα έργα του «The two of us» (1970), και «Look look» (1990). Αυτός, λοιπόν, είναι ο σημερινός μας συγγραφέας. Ένας συγγραφέας που στα έργα του συνυπάρχουν η επιτυχία και η αποτυχία, η κωμωδία και το δράμα, η ποίηση και η πεζότητα. Ένας άνθρωπος των άκρων. Οχι ιδιαίτερα αναγνωρισμένος από το ελληνικό κοινό, καθως το έργο του εκτιμήθηκε περισσότερο από τον καλλιτεχνικό κύκλο της χωρα μας. Το "Noises off"παραμενειι το γνωστοτερο εργο του στην Ελλαδα,καθως εχει ανεβει(με διαφορους τιτλους) τρεις φορες μεχρι σημερα(δυο στην Αθηνα και μια στην Θεσσαλονικη). Οι "Ευεργετες" ειναι ένα έργο που διακρινεται για τις ιψενικές επιρροές και τον έντονο σαρκασμό. Εύχομαι σε όλους καλή ακρόαση.
ΥΠΟΘΕΣΗ
1960. Ο Ντέιβιντ μένει μαζί με τη σύζυγό του και τα δύο τους παιδιά. Είναι πολιτικός μηχανικός και είναι απασχολημένος με την «αναβάθμιση» ενός προαστίου του Λονδίνου. Σκοπός του να μετατρέψει το υπό αποσύνθεση προάστιο από παρηκμασμένη περιοχή σε μία αστική ουτοπία με πολυώροφους ουρανοξύστες. Κι από την άλλη, ένα άλλο ζευγάρι, ο Κόλιν και η Τζέιν… Χρονικά και ψυχολογικά σκαμπανεβάσματα, σε ένα ιδιαίτερο έργο με κρυμμενα νοήματα πίσω από το απόλυτα εμφανές.
ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Μαρλένα Γεωργιάδη
ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Ηλέκτρα Παπακώστα
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αντώνης Αντύπας
ΠΑΙΖΟΥΝ: Κατερίνα Βασιλάκου, Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου, Χρήστος Πολίτης, Νικηφόρος Νανέρης
ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 1 ώρα και 55 λεπτά
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ: 1989 (4 Δεκεμβρίου)
Ευχαριστούμε πολύ τονNikosPs για το κείμενο.
Ο
Μάιλ Φρέιν, άγ
γλος θεατρικός συγγραφέας και μυθιστοριογράφος, γεννήθηκε το 1933 στο Λονδίνο. Ο Φρέιν ήθελε να γίνει συγγραφέας από την εποχή που μεγάλωνε στο νότιο Λονδίνο. Το οικογενειακό του υπόβαθρο, ωστόσο, μάλλον δεν ευνοούσε την κλίση του. Ο πατέρας του ήταν έμπορος οικοδομικών υλικών. Η βιολονίστα μητέρα του, είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει την πολλά υποσχόμενη μουσική καριέρα της και να εργαστεί ως υπάλληλος. Ο ίδιος φοίτησε για λίγο σ' ένα ακριβό ιδιωτικό σχολείο, όμως μετά το θάνατό της, ο πατέρας του τον έγραψε στο τοπικό δημόσιο, απ' όπου αποφοίτησε υπό ντικενσιανές συνθήκες. «Το Γυμνάσιο αρρένων του Σάτον ήταν αποτρόπαιο», ανακαλεί με το γνωστό του χιούμορ ο Φρέιν. «Το διηύθυνε ένας φρικτός τύπος που άρχιζε τη μέρα, μετά την προσευχή, ξυλοκοπώντας είκοσι παιδιά -προς παραδειγματισμόν- και συνεχίζοντας να σκορπάει σκαμπίλια ώς το τέλος των μαθημάτων. Μάλλον κυριολεκτούσε όταν, βγάζοντας το σακάκι του και σηκώνοντας τα μανίκια του, έλεγε οτι αυτον τον πονάει περισσότερο απ' όσο εμάς"». Ωστόσο, επιμένει ότι η παιδική του ηλικία ήταν, παρά το πένθος, ευτυχισμένη. Δρόμοι χωρίς αυτοκίνητα, απεριόριστη ελευθερία, εξερευνήσεις στην εξοχή και μια συνεχής αίσθηση περιπέτειας, όπως αυτή που βιώνουν τα παιδιά της νουβέλας του «Κατάσκοποι». Κι ύστερα, ήρθε το Κέμπριτζ. Ο Φρέιν σπούδασε γαλλική και ρωσική φιλολογία, πριν στραφεί στις «ηθικές επιστήμες», μ' άλλα λόγια, στη φιλοσοφία. «Μου άρεσε πολύ ο τίτλος των σπουδών μου», εκμυστηρεύεται σήμερα. «Κανείς δεν ήξερε τι σήμαινε, όμως ηχούσε πολύ εντυπωσιακός». Από εκείνη την εποχή χρονολογείται η αγάπη του για το θέατρο και τη δημοσιογραφία. Μετά το τέλος των σπουδών του άρχισε να εργάζεται στην «Guardian» του Μάντσεστερ, να περιηγείται τη βόρεια Αγγλία αναζητώντας ειδήσεις και κάνοντας συνεντεύξεις, να ασχολείται με την κριτική και, τέλος, το 1959, να γράφει τις αστραφτερές επιφυλλίδες του στην «Guardian». «Η αρετή του Φρέιν ως κωμικού συγγραφέα», παρατηρούσε ο ποιητής και φίλος του Τζέιμς Φέντον πρόσφατα, «βασιζόταν ανέκαθεν στην ικανότητά του να ανακαλεί το άμεσα αναγνωρίσιμο -έναν τυπικό χαρακτήρα, ένα κοινό μπλέξιμο, μια συνηθισμένη αδυναμία. Ομως οι επιφυλλίδες του δεν ήταν ευθυμογραφήματα, αλλά τυπολογικά δοκίμια». Από την επιφυλλίδα στο μυθιστόρημα το άλμα δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλο. Ομως για τον Φρέιν ήταν ομολογουμένως δύσκολο.Οπως χαρακτηριστικα λεει: «Δεν μπορούσα να γράφω τρεις στήλες την εβδομάδα και ταυτόχρονα να ασχολούμαι με την πεζογραφία.Δεν είναι απλό δυσί κυρίοις δουλεύειν». Γιατί η δημοσιογραφία υπήρξε μεγάλος του έρωτας. Ακόμη κι όταν εγκατέλειψε την επιφυλλιδογραφία το 1968 για να ασχοληθεί με τη συγγραφή, συνέχισε να κάνει ρεπορτάζ και αναλάμβανε δύο ή τρεις μεγάλες αποστολές το χρόνο. Ωστόσο, η μετάβαση έγινε. Το βραβευμένο πρώτο βιβλίο του, τα «Τενεκεδένια ανθρωπάκια» (1965), ήταν «κάτι ανάμεσα σε επιφυλλίδα και μυθιστόρημα», σύμφωνα με τον ίδιο. Δεν γνώρισε πάντα την αποδοχή, όπως συνέβη με το θεατρικό του έργο «Κοπεγχάγη», το μυθιστόρημά του «Παραφορά» (υποψήφιο για το βραβείο Booker) ή τη νουβέλα του «Κατάσκοποι», που τιμήθηκε με το βραβείο Whitbread για το καλύτερο μυθιστόρημα της περασμένης χρονιάς (όσο κι αν το μεγάλο Whitbread και η υψηλή αμοιβή που το συνόδευε δόθηκε στη σύζυγο του Φρέιν, Κλερ Τόμαλιν, για τη βιογραφία του Σάμιουελ Πέπις, προκαλώντας πολλά κωμικά σχόλια στο βρετανικό Τύπο). Η κριτική δεν ήταν πάντα ευνοϊκή μαζί του. Το πρώτο του θεατρικό, ένα μονόπρακτο με θέμα το γάμο, απορρίφθηκε γιατί παρουσίαζε επί σκηνής την αλλαγή μιας πάνας. Το δεύτερο έργο του, «The two of us», που ανέβηκε στο Garrick το 1970 με τους Ρεντγκρέιβ και Μπράιαρς, αντιμετώπισε τη χλεύη της κριτικής και το γιουχάισμα του κοινού. Και παρά το θρίαμβο της φάρσας «Noises off», συνεχούς επιτυχίας επί τέσσερα χρόνια στο West End, και του «Benefactors» (1984), σπουδαίας θεατρικής στιγμής για το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, η πολυαναμενόμενη κωμωδία του «Look look» (1990) ήταν καταστροφή. Το έργο άντεξε επί σκηνής μόλις 27 βραδιές και ο Φρέιν γεύθηκε μια από τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις της καριέρας του. Ομως δεν το έβαλε κάτω. Η «Κοπεγχάγη» του (1998 ) προκάλεσε θύελλα στο West End. Φανταστική αναπαράσταση της συνάντησης του Γερμανού φυσικού Βέρνερ Χάιζενμπεργκ και του Δανού ομολόγου του, πρώην συναδέλφου και παλιού φίλου Νιλς Μπορ, το έργο του Φρέιν επιχειρεί να διερευνήσει τη φύση του ανταγωνισμού μεταξύ ιδιοφυϊών, την αδυναμία τους να δημιουργήσουν αρμονικές σχέσεις, το βαθμό κατοχής μιας ιδέας από εκείνον που προλαβαίνει να τη διατυπώσει. Διακριτικά, αποστασιοποιημένα, σχεδόν ψυχρά, φέρνει στο προσκήνιο τις πιο δραματικές πλευρές της ανθρώπινης έμπνευσης και αναζήτησης. Το ίδιο, mutatis mutandis, κάνει και στο μυθιστόρημά του «Παραφορά». Ωστόσο, όπως έγραψε και η «Guardian», ο χαμηλόφωνος τόνος του είναι απολύτως παραπλανητικός. Πίσω απ' αυτόν πάλλεται μια εξαιρετική πνευματική ενέργεια, μια μοναδική ευρυμάθεια, μια σπάνια αίσθηση του σασπένς. Σ' όλες τις ιστορίες του σοβεί μια απροσδιόριστη απειλή: τα πράγματα, μοιάζει έμμεσα να επαναλαμβάνει, πολύ εύκολα μπορεί να ξεφύγουν από κάθε έλεγχο. Σήμερα, ο Φρέιν δεν διαθέτει γραφείο σε κάποια εφημερίδα.Eτσι κι αλλιώς, όπως ο ίδιος έχει επισημάνει επανειλημμένα, η ατμόσφαιρα στα δημοσιογραφικά γραφεία και στις δημοσιογραφικές γειτονιές έχει ριζικά μεταμορφωθεί, χάνοντας πολλήν από τη γοητεία και το μυστήριό της. Ζει, μαζί με την Τόμαλιν, σ' ένα λονδρέζικο διαμέρισμα κοντά στο Regent Park, διακοσμημένο με τις αφίσες από τις πάμπολλες παραστάσεις των θεατρικών του έργων, τα πολλά του βραβεία και τα άπαντα του Τσέχοφ στα ρωσικά (αφού ο Φρέιν είναι ένας από τους πλέον έγκριτους μεταφραστές του στα αγγλικά). Στην κορνίζα του τζακιού συνωστίζονται οικογενειακές φωτογραφίες και μια διαφήμιση των πολυκαταστημάτων Harrods από ένα περιοδικό του 1925. Το μοντέλο είναι η μητέρα του Φρέιν, που πέθανε όταν ο συγγραφέας ήταν 12 ετών, το 1945.