Το Φιντανάκι του Παντελή Χορν ανέβηκε για πρώτη φορά στις 17 Σεπτεμβρίου 1921, από το θίασο της Κυβέλης, στο θέατρο της, χωρίς όμως τη δική της συμμετοχή. Ανάμεσα στους πρώτους διδάξαντες ο Αιμίλιος Βεάκης και η Σαπφώ Αλκαίου. «Το έργο στην ανάγνωση είχε κάμει την οικτρότερη εντύπωση» αφηγείται πολλά χρόνια αργότερα ο Παντελής Χορν «έγινε δεκτό από το θίασο μόνο και μόνο γιατί είχα κάποιο όνομα στο θέατρο». Ωστόσο η πρεμιέρα έδειξε ότι το Φιντανάκι θα γινόταν, μια μεγάλη επιτυχία, παρ΄ όλο που εκείνο το βράδυ του Σεπτέμβρη, μια ξαφνική νεροποντή διέκοψε την παράσταση στα μισά της τρίτης πράξης. Κοινό και κριτική δέχτηκαν το έργο με ανεπιφύλακτο ενθουσιασμό. Το θεατρικό έργο έγινε μυθιστόρημα. Δημοσιεύτηκε αρχικά σε συνέχειες στο Ελεύθερο Βήμα και στη συνέχεια κυκλοφόρησε σε βιβλίο με μεγάλη πάντοτε επιτυχία. Βραβεύτηκε στον Ζ’ Αβερώφειο δραματικό διαγωνισμό (1922). Στη συνέχεια πέρασε στο ρεπερτόριο αναρίθμητων θιάσων γνωρίζοντας, μέχρι τον πόλεμο τουλάχιστον, απειράριθμες επαναλήψεις. Ηθοποιοί όπως η Κυβέλη, η Μαρίκα Κοτοπούλη, η Βάσω Μανωλίδου, η Αλίκη ερμήνευσαν τον ρόλο της Τούλας∙ ο Αλέξης Μινωτής, ο Κώστας Μουσούρης, ο Δημ. Μυράτ ζωντάνεψαν τον Γιάγκο∙ ο Βασίλης Λογοθετίδης, ο Χριστόφορος Νέζερ, ο Μίμης Φωτόπουλος τον Γιαβρούση. Και πόσοι άλλοι – στην Αθήνα, σε περιοδείες, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Στα 1947 έγινε οπερέτα∙ στα 1955, κινηματογραφική ταινία με τον Ορέστη Μακρή στο ρόλο του κυρ-Αντώνη.
Το κεντρικό θέμα που πραγματεύεται ο Χορν στο Φιντανάκι είναι ο ηθικός ξεπεσμός του ατόμου ως απόρροια αναπόφευκτη των κοινωνικών και οικονομικών περιστάσεων. Το έργο ωστόσο δεν είναι κραυγή διαμαρτυρίας, ούτε πράξη με διάθεση ανατρεπτική. Είναι μια καταγραφή των συμπτωμάτων που ο συγγραφέας με προσοχή παρατήρησε στο κοινωνικό περιβάλλον του καιρού του. Με τρυφερότητα, με απελπισία θάλεγα, αλλά και με πικρό χιούμορ, ο συγγραφέας στο Φιντανάκι αφηγείται την ιστορία μιας φτωχής, τίμιας κοπέλας, της Τούλας, που αφού δοκιμάσει πρώτα την πίκρα της ερωτικής προδοσίας, στη συνέχεια κάτω από την πίεση της οικονομικής της ανάγκης οδηγείται στον πουλημένο έρωτα. Η ηθική εξαθλίωση φαίνεται συνέπεια αναγκαία της οικονομικής εξαθλίωσης. Αξίες όπως η τιμή για την Τούλα, η τιμιότητα για τον κυρ-Αντώνη καταρρέουν: η Τούλα οδηγείται στην πορνεία, ο κυρ-Αντώνης γίνεται κλέφτης. Τα πρόσωπα δεν έχουν δυνάμεις αντίστασης: υποτάσσονται στις καταστάσεις ή πάλι αντιδρούν με συμπεριφορά που επιτείνει το αδιέξοδο τους. Έτσι η κοινωνική αναγκαιότητα παίρνει γι’ αυτούς τη μορφή της μοίρας.
Παράλληλα όμως με το θέμα της κοινωνικής διάβρωσης και των μηχανισμών της ο συγγραφέας στο Φιντανάκι πραγματεύεται και ένα άλλο θέμα, που εξάλλου κυριαρχεί στην δραματουργία του: το θέμα του έρωτα. Στο Φιντανάκι ο έρωτας πεθαίνει σε κάθε του μορφή: η κυρα-Κατίνα τον καθιστά εμπορεύσιμο είδος, ο Γιάγκος και η Εύα τον προδίδουν (ο Γιάγκος προδίδει την Τούλα, η Εύα προδίδει την Τούλα αλλά και τον Γιάγκο), ο θείος και ο Γιαβρούσης τον διαπραγματεύονται, η Φρόσω τον περιφρονεί. Οι μοναδικοί τιμητές του, οι δύο αγνοί εραστές, η Τούλα και ο κυρ-Αντώνης, οδηγούνται στον αφανισμό, ηθικό η πρώτη, βιολογικό ο δεύτερος.
Εραστής ο κυρ-Αντώνης; Δεν νομίζω πως είμαστε υπερβολικοί αν διακρίνουμε έναν υπόγειο ερωτισμό στη σχέση κυρ-Αντώνη και Τούλας. Για τον πατέρα αυτόν η κόρη του είναι «η γυναίκα που λαχτάρησε, που έφτιανε τράντα ολόκληρα χρόνια μέσα στο μυαλό του». Είναι εκείνη που την «ονειρεύτηκε μια ολάκερη ζωή!» Η αγνή, ιδανική σχέση πατέρα-κόρης, σύμβολο της ανέφικτης πλατωνικής σχέσης ανάμεσα στα δύο φύλα, είναι σταθερό σημείο νοσταλγίας του συγγραφέα: το τρυφερό ζευγάρι πατέρα και κόρης επαναλαμβάνεται στα έργα Σταχτομπούτα (1922) και Νταλμανοπούλα (1923) για να πάρει μια εντελώς πρωτότυπη μορφή στον αξιόλογο Σέντζα (1925) όπου ένας ερωτικά ανίκανος άνδρας δοκιμάζει την αποτυχία της άσπιλης ένωσης. Είναι πολύ πιθανό ότι η εμμονή του συγγραφέα σ’ αυτό το θέμα έχει βιωματική καταγωγή. Στα 1919 ο Παντελής Χορν δοκιμάστηκε βαθειά από το θάνατο της αγαπημένης του κόρης, της εφτάχρονης Νανάς. Και στο κείμενο του με τον τίτλο Γύρω στο Φιντανάκι ομολογεί υπαινικτικά ότι το Φιντανάκι γεννήθηκε κάποτε που «έκλαψε και πόνεσε κι έγραψε». Η στάση του συγγραφέα προδίδει μια ερωτική ηθική που στα λόγια της Τούλας είναι ευδιάκριτη: «Ο έρωτας δικαιώνει την αμαρτία». Ο σαρκικός έρωτας είναι, λοιπόν, αμαρτία κι η αληθινή αγάπη εξιλασμός.
Οι χαρακτήρες του έργου είναι πλάσματα της ελληνικής ζωής, άνθρωποι αναγνωρίσιμοι, στοιχειοθετούν μια μικρογραφία του λαϊκού μικρόκοσμου της Πλακιώτικης «αυλής». Το στοιχείο που, κυρίως, καθιστά τα πρόσωπα ρεαλιστικά είναι η γλώσσα που μιλούν: χυμώδης, αληθινή, καθημερινή. Είναι όμως πραγματικά μια «φέτα ζωής» το Φιντανάκι; Οι χαρακτήρες αυτοί στερούνται φωτοσκιάσεων∙ είναι δοσμένοι μονοδιάστατοι, διακρίνονται εύκολα στις ομάδες των «καλών» και των «κακών», με μοναδική ίσως εξαίρεση τον Γιάγκο, που είναι συγχρόνως θύτης και θύμα. Εδώ βέβαια θα μπορούσε να ανιχνεύσει κανείς τη μελοδραματική διάθεση του συγγραφέα που αρκετά συχνά τον χαρακτηρίζει. Μπορεί όμως ακόμη να τολμήσει κανείς και μια συμβολική ανάγνωση του έργου: η παντοδύναμη κοινωνία (η κυρα-Κατίνα, που κινεί όλα τα νήματα της δράσης στο έργο) με όργανα της τους φορείς του χρήματος (θείος, Γιαβρούσης) οδηγεί στην καταρράκωση κάθε αξίας: της τιμιότητας, της τιμής, του ίδιου του έρωτα. Συγχρόνως όμως, το έργο δίνει το στίγμα της εποχής του. Στα 1921 το «φιντανάκι», το φτωχοκόριτσο που από ανάγκη γίνεται πόρνη είναι το «φρούτο της εποχής», λέει ο Κώστας Αθάνατος προσπαθώντας να εξηγήσει την επιτυχία του έργου. Κι ο κόσμος στο Φιντανάκι είναι ένας κόσμος που παρακολουθεί αμέτοχος τις αξίες να γκρεμίζονται ή να γίνονται αντικείμενο καπηλείας, είναι ο κόσμος που ακολούθησε την πρώτη μεγάλη σύρραξη, ο ίδιος κόσμος που στην ποιητική του εκδοχή περιγράφεται στους Μοιραίους του Κώστα Βάρναλη.
Στις μέρες μας το κοινωνικό πρότυπο του έργου έχει εκλείψει. Η Τούλα δεν είναι πια «ο τύπος της εποχής». Από αυτήν την άποψη, το έργο ανήκει στην εποχή του, αυτό είναι αλήθεια. Αλλ’ αν η δική μας εποχή παρακολουθεί με απάθεια τις αγνές προθέσεις ν’ αφανίζονται, την τιμιότητα να εκπορνεύεται, τον έρωτα να πεθαίνει καθημερινά, τότε μπορεί κανείς να δει στο Φιντανάκι ένα σύγχρονο λαϊκό παραμύθι που με το συμβολισμό του μπορεί να συγκινήσει τον σημερινό θεατή.
Έφη Βαφειάδη http://7gym-athin.att.sch.gr/ergo.htm
Υποθεση: (με λίγα λόγια)Στην αυλή της κυρά Κατίνας έρχεται ένας νέος νοικάρης, ο Γιάγκος και αμέσως βάζει στο μάτι την όμορφη Τούλα, την κόρη του κυρ-Αντώνη και της Φρόσως...
Για πολύ περισσότερα ΕΔΩ
Για το σινεμά: Έτος παραγωγής : 1955 Σκηνοθέτης: Ιάσων Νόβακ Σενάριο: Ιάσων Νόβακ
Ηθοποιοί: Ορέστης Μακρής , Γκέλυ Μαυροπούλου , Στέφανος Στρατηγός , Χρήστος Τσαγανέας , Καίτη Μπελίντα , Λέλα Πατρικίου , Κλαίρη Δεληγιάννη , Γιώργος Βενέτης , Νέλλη Μαρσέλου , Νίτσα Παππά
Για το ραδιόφωνο: (1977) Μάρθα Βούρτση, Ελένη Ζαφειρίου, Γιώργος Τζώρτζης, Θάνος Κωτσόπουλος, Βάντα Καρακατσάνη, Τζόλη Γαρμπή, Ιορδάνης Μαρίνος,
Το κεντρικό θέμα που πραγματεύεται ο Χορν στο Φιντανάκι είναι ο ηθικός ξεπεσμός του ατόμου ως απόρροια αναπόφευκτη των κοινωνικών και οικονομικών περιστάσεων. Το έργο ωστόσο δεν είναι κραυγή διαμαρτυρίας, ούτε πράξη με διάθεση ανατρεπτική. Είναι μια καταγραφή των συμπτωμάτων που ο συγγραφέας με προσοχή παρατήρησε στο κοινωνικό περιβάλλον του καιρού του. Με τρυφερότητα, με απελπισία θάλεγα, αλλά και με πικρό χιούμορ, ο συγγραφέας στο Φιντανάκι αφηγείται την ιστορία μιας φτωχής, τίμιας κοπέλας, της Τούλας, που αφού δοκιμάσει πρώτα την πίκρα της ερωτικής προδοσίας, στη συνέχεια κάτω από την πίεση της οικονομικής της ανάγκης οδηγείται στον πουλημένο έρωτα. Η ηθική εξαθλίωση φαίνεται συνέπεια αναγκαία της οικονομικής εξαθλίωσης. Αξίες όπως η τιμή για την Τούλα, η τιμιότητα για τον κυρ-Αντώνη καταρρέουν: η Τούλα οδηγείται στην πορνεία, ο κυρ-Αντώνης γίνεται κλέφτης. Τα πρόσωπα δεν έχουν δυνάμεις αντίστασης: υποτάσσονται στις καταστάσεις ή πάλι αντιδρούν με συμπεριφορά που επιτείνει το αδιέξοδο τους. Έτσι η κοινωνική αναγκαιότητα παίρνει γι’ αυτούς τη μορφή της μοίρας.
Παράλληλα όμως με το θέμα της κοινωνικής διάβρωσης και των μηχανισμών της ο συγγραφέας στο Φιντανάκι πραγματεύεται και ένα άλλο θέμα, που εξάλλου κυριαρχεί στην δραματουργία του: το θέμα του έρωτα. Στο Φιντανάκι ο έρωτας πεθαίνει σε κάθε του μορφή: η κυρα-Κατίνα τον καθιστά εμπορεύσιμο είδος, ο Γιάγκος και η Εύα τον προδίδουν (ο Γιάγκος προδίδει την Τούλα, η Εύα προδίδει την Τούλα αλλά και τον Γιάγκο), ο θείος και ο Γιαβρούσης τον διαπραγματεύονται, η Φρόσω τον περιφρονεί. Οι μοναδικοί τιμητές του, οι δύο αγνοί εραστές, η Τούλα και ο κυρ-Αντώνης, οδηγούνται στον αφανισμό, ηθικό η πρώτη, βιολογικό ο δεύτερος.
Εραστής ο κυρ-Αντώνης; Δεν νομίζω πως είμαστε υπερβολικοί αν διακρίνουμε έναν υπόγειο ερωτισμό στη σχέση κυρ-Αντώνη και Τούλας. Για τον πατέρα αυτόν η κόρη του είναι «η γυναίκα που λαχτάρησε, που έφτιανε τράντα ολόκληρα χρόνια μέσα στο μυαλό του». Είναι εκείνη που την «ονειρεύτηκε μια ολάκερη ζωή!» Η αγνή, ιδανική σχέση πατέρα-κόρης, σύμβολο της ανέφικτης πλατωνικής σχέσης ανάμεσα στα δύο φύλα, είναι σταθερό σημείο νοσταλγίας του συγγραφέα: το τρυφερό ζευγάρι πατέρα και κόρης επαναλαμβάνεται στα έργα Σταχτομπούτα (1922) και Νταλμανοπούλα (1923) για να πάρει μια εντελώς πρωτότυπη μορφή στον αξιόλογο Σέντζα (1925) όπου ένας ερωτικά ανίκανος άνδρας δοκιμάζει την αποτυχία της άσπιλης ένωσης. Είναι πολύ πιθανό ότι η εμμονή του συγγραφέα σ’ αυτό το θέμα έχει βιωματική καταγωγή. Στα 1919 ο Παντελής Χορν δοκιμάστηκε βαθειά από το θάνατο της αγαπημένης του κόρης, της εφτάχρονης Νανάς. Και στο κείμενο του με τον τίτλο Γύρω στο Φιντανάκι ομολογεί υπαινικτικά ότι το Φιντανάκι γεννήθηκε κάποτε που «έκλαψε και πόνεσε κι έγραψε». Η στάση του συγγραφέα προδίδει μια ερωτική ηθική που στα λόγια της Τούλας είναι ευδιάκριτη: «Ο έρωτας δικαιώνει την αμαρτία». Ο σαρκικός έρωτας είναι, λοιπόν, αμαρτία κι η αληθινή αγάπη εξιλασμός.
Οι χαρακτήρες του έργου είναι πλάσματα της ελληνικής ζωής, άνθρωποι αναγνωρίσιμοι, στοιχειοθετούν μια μικρογραφία του λαϊκού μικρόκοσμου της Πλακιώτικης «αυλής». Το στοιχείο που, κυρίως, καθιστά τα πρόσωπα ρεαλιστικά είναι η γλώσσα που μιλούν: χυμώδης, αληθινή, καθημερινή. Είναι όμως πραγματικά μια «φέτα ζωής» το Φιντανάκι; Οι χαρακτήρες αυτοί στερούνται φωτοσκιάσεων∙ είναι δοσμένοι μονοδιάστατοι, διακρίνονται εύκολα στις ομάδες των «καλών» και των «κακών», με μοναδική ίσως εξαίρεση τον Γιάγκο, που είναι συγχρόνως θύτης και θύμα. Εδώ βέβαια θα μπορούσε να ανιχνεύσει κανείς τη μελοδραματική διάθεση του συγγραφέα που αρκετά συχνά τον χαρακτηρίζει. Μπορεί όμως ακόμη να τολμήσει κανείς και μια συμβολική ανάγνωση του έργου: η παντοδύναμη κοινωνία (η κυρα-Κατίνα, που κινεί όλα τα νήματα της δράσης στο έργο) με όργανα της τους φορείς του χρήματος (θείος, Γιαβρούσης) οδηγεί στην καταρράκωση κάθε αξίας: της τιμιότητας, της τιμής, του ίδιου του έρωτα. Συγχρόνως όμως, το έργο δίνει το στίγμα της εποχής του. Στα 1921 το «φιντανάκι», το φτωχοκόριτσο που από ανάγκη γίνεται πόρνη είναι το «φρούτο της εποχής», λέει ο Κώστας Αθάνατος προσπαθώντας να εξηγήσει την επιτυχία του έργου. Κι ο κόσμος στο Φιντανάκι είναι ένας κόσμος που παρακολουθεί αμέτοχος τις αξίες να γκρεμίζονται ή να γίνονται αντικείμενο καπηλείας, είναι ο κόσμος που ακολούθησε την πρώτη μεγάλη σύρραξη, ο ίδιος κόσμος που στην ποιητική του εκδοχή περιγράφεται στους Μοιραίους του Κώστα Βάρναλη.
Στις μέρες μας το κοινωνικό πρότυπο του έργου έχει εκλείψει. Η Τούλα δεν είναι πια «ο τύπος της εποχής». Από αυτήν την άποψη, το έργο ανήκει στην εποχή του, αυτό είναι αλήθεια. Αλλ’ αν η δική μας εποχή παρακολουθεί με απάθεια τις αγνές προθέσεις ν’ αφανίζονται, την τιμιότητα να εκπορνεύεται, τον έρωτα να πεθαίνει καθημερινά, τότε μπορεί κανείς να δει στο Φιντανάκι ένα σύγχρονο λαϊκό παραμύθι που με το συμβολισμό του μπορεί να συγκινήσει τον σημερινό θεατή.
Έφη Βαφειάδη http://7gym-athin.att.sch.gr/ergo.htm
Υποθεση: (με λίγα λόγια)Στην αυλή της κυρά Κατίνας έρχεται ένας νέος νοικάρης, ο Γιάγκος και αμέσως βάζει στο μάτι την όμορφη Τούλα, την κόρη του κυρ-Αντώνη και της Φρόσως...
Για πολύ περισσότερα ΕΔΩ
Για το σινεμά: Έτος παραγωγής : 1955 Σκηνοθέτης: Ιάσων Νόβακ Σενάριο: Ιάσων Νόβακ
Ηθοποιοί: Ορέστης Μακρής , Γκέλυ Μαυροπούλου , Στέφανος Στρατηγός , Χρήστος Τσαγανέας , Καίτη Μπελίντα , Λέλα Πατρικίου , Κλαίρη Δεληγιάννη , Γιώργος Βενέτης , Νέλλη Μαρσέλου , Νίτσα Παππά
Για το ραδιόφωνο: (1977) Μάρθα Βούρτση, Ελένη Ζαφειρίου, Γιώργος Τζώρτζης, Θάνος Κωτσόπουλος, Βάντα Καρακατσάνη, Τζόλη Γαρμπή, Ιορδάνης Μαρίνος,