Αγαπητοί φίλοι του θεάτρου στο ραδιόφωνο, καλησπέρα σας. Σήμερα θα μας επιτρέψετε μια μικρή παρέκκλιση. Αντί για ραδιοφωνικό θεατρικό έργο δημοσιεύουμε ένα διήγημα με θέμα το θέατρο στο ραδιόφωνο. Γράφτηκε πριν λίγο καιρό από τον φίλο του μπλογκ, λάτρη του ραδιοφωνικού θεάτρου και συγγραφέα Άρι Αλεβίζο. Θεωρούμε εξαιρετική τιμή την πρώτη δημοσίευση αυτού του διηγήματος στο RADIOTHEATRE.
Φίλε Άρι, σ' ευχαριστούμε θερμά
Πριν καμιά εικοσαριά μέρες ήταν που τον είχα συναντήσει.
Στο Πεδίον του Άρεως. Πήγαινα προς τα Δικαστήρια κι αυτός γύριζε. Κοστούμι, γραβάτα, δερμάτινη τσάντα και ακουστικά γουόκμαν στ’ αυτιά. Χαμογέλασα.
«Κύριε συνάδελφε !», διέκοψα την απορρόφησή του με ειρωνική φωνή.
Στράφηκε προς το μέρος μου, « ω! τον κύριο συνάδελφο…», ανταπέδωσε την ειρωνεία, ενώ το βλέμμα του σπίθιζε χαρούμενα.
Από τότε που ήμασταν νέοι δικηγόροι είχαμε καθιερώσει την αμοιβαία ειρωνική προσφώνηση, όποτε συναντιόμασταν. Ακούγαμε κατά κόρον από τους παλιούς το «κύριε συνάδελφε και κύριε συνάδελφε» και δεν ξέρω πώς, είχαμε από κοινού επισημάνει κάποια δόση γελοιότητας πίσω από αυτή την πεποιημένη αβρότητα. Με διάθεση συνωμοτική σκουντάγαμε ο ένας τον άλλον τότε και γελούσαμε. Παλιώσαμε ωστόσο κι εμείς με το «κύριε συνάδελφε» να μπερδεύεται στη γλώσσα μας χρόνια και χρόνια επί καθημερινής βάσεως. Με κάποια φειδώ απέναντι στους άλλους είναι αλήθεια και με ειρωνική κατάχρηση μεταξύ μας, αυτό ίσως ήταν το μόνο κέρδος από την παλιά μας επισήμανση.
«Τι έγινε Σταυράκο, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι κατάντησες ………..γουόκμαν σε αυτή την ηλικία…..»
«Είδες τι μπορεί να πάθει ο άνθρωπος;», χαμογέλασε πλατιά.
«Ομολογώ ότι αυτή η κομφορμιστική και καλωδιωμένη εμφάνιση δεν συνάδει και τόσο με την αισθητική που πίστευα πως έχεις…»
Σοβαρεύτηκε.
« Είχα ένα ποινικό σήμερα και το κοστούμι, ως γνωστόν, συνιστά φόρμα εργασίας για εμένα, η δε τσάντα, κατά Ηλία Πετρόπουλον, αποτελεί το φέρετρον της αυτοπεποιθήσεως κάθε δικηγόρου. Όσο για τα καλώδια, περίμενε να δεις τι ακούω….»
Έβγαλε τα ακουστικά από πάνω του και τα έβαλε στ’ αυτιά μου, μέσα στα οποία ακόμη καμπάνιζαν τα τελικά –ν- από το λογύδριό του.
«Η φωνή της Λαμπέτη είναι;», απόρησα.
«Ακριβώς», θριάμβευσε, «και τώρα κερνάω καφέ ….»
Παράγγειλε εσπρέσο γκέι.
«Αμέσως» δέχτηκε με φυσικότητα την παραγγελία του ο σερβιτόρος, που τον ήξερε.
«Ντεκαφεϊνέ είναι», έλυσε την απορία μου, « μ’ έχουν λιώσει οι αϋπνίες τον τελευταίο καιρό. Λοιπόν, άκου να σου εξηγήσω για την καλωδίωση την… απάδουσα στην αισθητική μου όπως είπες. Όλα ξεκίνησαν από ένα φιλαράκο, δεν τον ξέρεις, πάμε μαζί και περπατάμε στο βουνό. Αυτός που λες έχει κόλλημα με το ραδιοφωνικό θέατρο. Έχει μαζέψει πεντακόσια τόσα θεατρικά που έχουν μεταδοθεί από το ραδιόφωνο, μάλιστα τώρα τελευταία έχει φτιάξει στο διαδίκτυο κι έναν ιστότοπο γύρω από αυτά. Εκεί έχουν συρρεύσει και άλλοι ψωνισμένοι που αναρτούν, ανταλλάσσουν έργα και λένε τα δικά τους. Από καιρό με είχε φάει ο φίλος, “εσύ δεν θέλεις να ακούσεις κανένα;”, “όχι” του έλεγα. “Καλά παιδί δεν άκουγες θέατρο από το ραδιόφωνο;” επέμενε. “Άκουγα, αλλά σήμερα τι να μου πει;”, απαντούσα.
Ώσπου κάποια μέρα, “μήπως έχεις τις μάγισσες του Σάλεμ;”, τον ρωτάω. “Kaι το ρωτάς;”, μου λέει. Γιατί ζήτησα αυτό το έργο, χωρίς ούτε καν να θυμάμαι τον συγγραφέα του, μπορείς να φανταστείς; Άκου να δεις από ποια τρίχα μπορεί να ξεκινήσει καμιά φορά μια περιπέτεια για έναν άνθρωπο. Εκείνα τα χρόνια στο χωριό ερχόταν, ξέρεις, περιοδεύων κινηματογράφος. Έβαζαν όλοι από μια καρέκλα στην πλάτη και τράβαγαν για την πλατεία, να στηθούν μπροστά στο λευκό πανί. Μια τέτοια Τετάρτη λοιπόν, κίνησαν ο πατέρας μου με τη μάνα μου για τον κινηματογράφο, κι εμένα, θα’μουνα δέκα έντεκα χρονών, μαζί με τον μικρότερο αδερφό μου, μας έβαλαν να κοιμηθούμε στρωματσάδα στο δωμάτιο της γιαγιάς μας, για να μην είμαστε μόνοι μας. Εγώ κόλλησα το αυτί στο ραδιόφωνο να ακούσω το θέατρο της Τετάρτης, “oι μάγισσες του Σάλεμ” είπε ο εκφωνητής. Σε λίγο ο αδερφός μου είχε αποκοιμηθεί και η γιαγιά μου ροχάλιζε. Με τεντωμένα αυτιά άρχισα να ακούω για κάποιες γυναίκες που νύχτα μέσα στο δάσος χορεύανε γυμνές και κάνανε μάγια πίνοντας κάτι μαντζουνοειδή υγρά. Χόντρυνε το κεφάλι μου τότε, κοίταζα από δω από κει, η κοιμισμένη ανάσα του αδερφού μου και το ροχαλητό της γιαγιάς μου δεν βοηθάγανε καθόλου. Έκλεισα βιαστικά το ραδιόφωνο και χώθηκα κάτω από τα σκεπάσματα. Εκεί λοιπόν είχε κοπεί η σκηνή και θυμήθηκα να την συνεχίσω μετά από τόσα χρόνια….
Αυτό ήταν. Μου έγραψε ο φίλος καμιά δεκαπενταριά έργα στην αρχή και σιγά-σιγά, χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα αγκιστρωμένος. Όλες αυτές οι υπέροχες φωνές από το παρελθόν με μαγέψανε. Τι Μινωτής και Παξινού, τι Λαμπέτη και Χορν, τι Αρώνη, τι Τζόγιας, τι Νέζερ, τι Χατζηαργύρη, τι Χατζίσκος, τι,τι,τι……… Και να τους χαίρεσαι όλους μαζί σε μια εγγραφή για το ραδιόφωνο, ενώ το ίδιο έργο δεν το είχαν ανεβάσει σχεδόν ποτέ σε κανονική παράσταση. Και από την άλλη άρχισα να ρίχνω κλεφτές ματιές πίσω από τα μεγάλα ονόματα του θεάτρου που μέχρι τότε δεν ήταν για μένα παρά μονάχα ονόματα. Γιατί κακά τα ψέματα, κάπου εκεί στα φοιτητικά μας χρόνια είχαμε αποκτήσει κάποια επαφή με το θέατρο, επιδερμική όμως εν πολλοίς. Τουλάχιστον εγώ άντε να είδα καμιά τριανταριά σαράντα παραστάσεις άντε και κανά δυο τρεις το χρόνο μετά το στρατό και από κει και πέρα νέκρα. Τώρα όμως έχω πέσει στα γερά πάνω σε Ιψεν, Τσέχωφ, Γκόγκολ, Μπέκετ, Πίντερ, Ιονέσκο, Λόρκα, Ράτιγκαν, Κοκτώ, Άρθρουρ Μίλερ, Τένεσι Ουίλιαμς και σε τόσους άλλους. Και ξέρεις τι κάνω; Ακούω ένα έργο, μερικά και δύο φορές, - το τέλος του παιχνιδιού του Μπέκετ το άκουσα πέντε φορές- κι ύστερα χώνομαι στο Ίντερνετ και μαζεύω πληροφορίες. Δεν ξέρεις πόσο γλυκά χάνομαι εκεί μέσα……. Κι έπειτα προσπαθώ να διαμορφώσω προσωπική άποψη για καθέναν από αυτούς, εδώ και το δύσκολο……..»
Είχε πάρει φόρα για τα καλά. Το βλέμμα του είχε ανάψει, η φωνή του είχε υγραθεί, τα χέρια του επιδίδονταν σε ένθερμες συνοδευτικές κινήσεις. Συνέχισε επί ώρα να μου μιλάει, για το μεγαλείο του Ίψεν – «Θεέ μου, πόσο σημερινός εξακολουθεί να είναι!»-, για το εύρημα από την « Αγριόπαπια» που του έκλεψε ο Άρθρουρ Μίλερ στο «Ήταν όλοι τους παιδιά μου», για την μοναδική Τσεχική ατμόσφαιρα -«Τέλμα, νοσταλγία και αδιέξοδοι έρωτες στο παρόν κι από κοντά ένας ρομαντικός ή αφελής προφήτης να προβλέπει πάντα ρόδινο το μέλλον…..» - για τον Μπέκετ και τον Πίντερ – «…που ενώ με ρεαλιστικούς όρους αδυνατείς να παρακολουθήσεις την αφήγησή τους, εν τούτοις σε κρατάνε εκεί περίεργα δεμένο στο άρμα τους….» -, για τον Λόρκα που σήμερα δε νομίζει ότι μπορεί να λειτουργήσει, για τον Ιονέσκο που αντίθετα λειτουργεί κι ας λέει ό,τι θέλει ο Γεωργουσόπουλος, για τον άλλο που έτσι, για τον παράλλο που αλλιώς…….
«Για να μην στα πολυλογώ», κατέληξε, «περιμένω σαν το πρεζόνι ν’ ακούσω κάθε φορά εκείνο το “λαμβάνουν μέρος με την σειρά που θ’ ακουστούν οι καλλιτέχναι” του εκφωνητή, μόλις ξεκινάει το έργο. Πρόσεξε τώρα τι σου λέω, ε; Καλλιτέχναι, όχι καλλιτέχνες….. Γιατί αυτό το –αι της κατάληξης σηματοδοτεί ένα…….»
«Το μόνο που έχω να πω», διέκοψα τον οίστρο του είναι ότι δεν μπορώ παρά να σεβαστώ το πάθιασμά σου. Αυτό είναι που αξίζει. Τώρα όσα για τ’ άλλα που μου αραδιάζεις, τι να πω; Έτσι είναι αφού έτσι σας αρέσει….… Αλλά δε μου είπες τι έγινε τελικά με τις μάγισσες του Σάλεμ, τις άκουσες;»
«Φυσικά, δε μου είπαν όμως πολλά πράγματα. Ξέρεις πρόκειται για ένα θέμα που σε άλλες εποχές προφανώς είχε πέραση. Σήμερα όμως δεν τραβάει…… Αν και θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι όχι το θέμα αλλά ο τρόπος χειρισμού του θέματος κάνουν ένα έργο διαχρονικό…….»
Είχε πάρει πάλι φόρα και συνέχισε επί ώρα να μου αναλύει τη θέση του.
«Καλά», τον διέκοψα, «στο γουόκμαν όμως πώς έφτασες;»
«Μα απλώς ήθελα να εκμεταλλευτώ όλες τις ώρες. Στο δρόμο, που περπατάω, στο χτήμα μου όταν κάνω δουλειές, στο βουνό όταν τρέχω…. Είπα όμως βουνό και το θυμήθηκα. Άκου να σου περιγράψω μια εικόνα: Την προηγούμενη Κυριακή το πρωί είχα πάει στο βουνό από νωρίς. Μάζευα σπαράγγια, ξέρεις είναι εποχή τους αυτό τον καιρό. Άρχισα να ακούω τον Θείο-Βάνια, κάπου στα φοιτητικά μου χρόνια τον είχα δει, ελάχιστα όμως θυμόμουν από εκείνη την παράσταση. Ανεβοκατέβαινα τις πλαγιές σκυμμένος κάτω από τα πεύκα, κορφολόγαγα τις σπαραγγιές κι άκουγα. Το έργο με είχε καθηλώσει, ούτε κατάλαβα πώς φύγανε κοντά δυο ώρες. Στο τέλος, όταν ο Βάνια με την Σόνια μένουν μόνοι τους παραιτημένοι πια και αποφασισμένοι να ζήσουν μηχανικά το υπόλοιπο της ματαιωμένης ζωή τους, όταν ο Βάνια αρχίζει πάλι τους τετριμμένους λογαριασμούς του “την δευτέραν Φεβρουαρίου λάδι είκοσι οκάδες …….., την δεκάτην έκτην……….. τόσες οκάδες” και η Σόνια τον παρηγορεί ότι θα ζήσουν μαζί πολλές μέρες και ατέλειωτα βράδια, ότι θα ζήσουν υπομονετικά και στο τέλος θα πεθάνουν ήσυχα ήσυχα χωρίς κανένα παράπονο, ε, δεν ντρέπομαι να σου πω ότι άρχισα να κλαίω σα μωρό παιδί……»
Έμεινα να τον κοιτάζω. Με στιγμιότυπα από παρελθόν να εναλλάσσονται σαν σε οθόνη μπροστά στα μάτια μου: Ο Σταύρος χωριατάκι, πρωτοετής της νομικής. Ο Σταύρος στέλεχος της ΚΝΕ να αγορεύει με πάθος σε πηγαδάκια. Ο Σταύρος, προχωρημένος φοιτητής πια να κάνει και εμπόριο πιάτων και να κονομάει τόσα όσα ούτε στον ύπνο μας εμείς. Ο Σταύρος ως δικηγόρος πάλι να κονομάει. Να τον φωνάζουμε Γύπα επειδή έπεφτε σαν αρπακτικό πάνω στον πελάτη. Ο Σταύρος να παντρεύεται, ο Σταύρος να χωρίζει, ο Σταύρος με γκρίζα μαλλιά, ο Σταύρος μετά από όλα αυτά να πηγαίνει πια στο βουνό…. με το θείο Βάνια για σπαράγγια.
Έγραψε και σ’ εμένα κάποια έργα. Άρχισα να τ’ ακούω κυρίως στο αυτοκίνητο. Προσηλωνόμουν για λίγο, έπειτα χανόμουν, έχανα φράσεις, έχανα κομμάτια ολόκληρα του έργου. Στο τέλος τα παράτησα. Μάλλον ήμουν αρκετά μεγάλος πια για νέα πάθη.
Πριν καμιά εικοσαριά μέρες ήταν που τον είχα συναντήσει για τελευταία φορά. Πριν από εκείνο το κυριακάτικο πρωινό που τον βρήκαν στην Πάρνηθα, στο Βούντημα. Πεθαμένο μέσα στο λιβάδι με τ’ ακουστικά στ’ αυτιά.
Ο Άρις Αλεβίζος γεννήθηκε στη Χάστεμη (Λευκοχώρα) Μεσσηνίας. Σπούδασε νομικά και δικηγορεί στην Αθήνα. Έχει εκδώσει τα έργα:
Δεινός καβαλάρης, διηγήματα, Πλανόδιον, Αθήνα 2000
Το αόρατο άσυλο, μυθιστόρημα, Κέδρος, Αθήνα 2001
Σφαίρες στο Αιγάλεω, διηγήματα, Σοκόλης, Αθήνα 2003
Ένας Αύγουστος χωρίς επίλογο, μυθιστόρημα, Μεταίχμιο, Αθήνα 2005
Ας μην ενοχληθεί κανείς, μυθιστόρημα, Μεταίχμιο, Αθήνα 2008
Φίλε Άρι, σ' ευχαριστούμε θερμά
ΜΕ ΤΟ ΘΕΙΟ ΒΑΝΙΑ ΓΙΑ ΣΠΑΡΑΓΓΙΑ
Στο Πεδίον του Άρεως. Πήγαινα προς τα Δικαστήρια κι αυτός γύριζε. Κοστούμι, γραβάτα, δερμάτινη τσάντα και ακουστικά γουόκμαν στ’ αυτιά. Χαμογέλασα.
«Κύριε συνάδελφε !», διέκοψα την απορρόφησή του με ειρωνική φωνή.
Στράφηκε προς το μέρος μου, « ω! τον κύριο συνάδελφο…», ανταπέδωσε την ειρωνεία, ενώ το βλέμμα του σπίθιζε χαρούμενα.
Από τότε που ήμασταν νέοι δικηγόροι είχαμε καθιερώσει την αμοιβαία ειρωνική προσφώνηση, όποτε συναντιόμασταν. Ακούγαμε κατά κόρον από τους παλιούς το «κύριε συνάδελφε και κύριε συνάδελφε» και δεν ξέρω πώς, είχαμε από κοινού επισημάνει κάποια δόση γελοιότητας πίσω από αυτή την πεποιημένη αβρότητα. Με διάθεση συνωμοτική σκουντάγαμε ο ένας τον άλλον τότε και γελούσαμε. Παλιώσαμε ωστόσο κι εμείς με το «κύριε συνάδελφε» να μπερδεύεται στη γλώσσα μας χρόνια και χρόνια επί καθημερινής βάσεως. Με κάποια φειδώ απέναντι στους άλλους είναι αλήθεια και με ειρωνική κατάχρηση μεταξύ μας, αυτό ίσως ήταν το μόνο κέρδος από την παλιά μας επισήμανση.
«Τι έγινε Σταυράκο, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι κατάντησες ………..γουόκμαν σε αυτή την ηλικία…..»
«Είδες τι μπορεί να πάθει ο άνθρωπος;», χαμογέλασε πλατιά.
«Ομολογώ ότι αυτή η κομφορμιστική και καλωδιωμένη εμφάνιση δεν συνάδει και τόσο με την αισθητική που πίστευα πως έχεις…»
Σοβαρεύτηκε.
« Είχα ένα ποινικό σήμερα και το κοστούμι, ως γνωστόν, συνιστά φόρμα εργασίας για εμένα, η δε τσάντα, κατά Ηλία Πετρόπουλον, αποτελεί το φέρετρον της αυτοπεποιθήσεως κάθε δικηγόρου. Όσο για τα καλώδια, περίμενε να δεις τι ακούω….»
Έβγαλε τα ακουστικά από πάνω του και τα έβαλε στ’ αυτιά μου, μέσα στα οποία ακόμη καμπάνιζαν τα τελικά –ν- από το λογύδριό του.
«Η φωνή της Λαμπέτη είναι;», απόρησα.
«Ακριβώς», θριάμβευσε, «και τώρα κερνάω καφέ ….»
Παράγγειλε εσπρέσο γκέι.
«Αμέσως» δέχτηκε με φυσικότητα την παραγγελία του ο σερβιτόρος, που τον ήξερε.
«Ντεκαφεϊνέ είναι», έλυσε την απορία μου, « μ’ έχουν λιώσει οι αϋπνίες τον τελευταίο καιρό. Λοιπόν, άκου να σου εξηγήσω για την καλωδίωση την… απάδουσα στην αισθητική μου όπως είπες. Όλα ξεκίνησαν από ένα φιλαράκο, δεν τον ξέρεις, πάμε μαζί και περπατάμε στο βουνό. Αυτός που λες έχει κόλλημα με το ραδιοφωνικό θέατρο. Έχει μαζέψει πεντακόσια τόσα θεατρικά που έχουν μεταδοθεί από το ραδιόφωνο, μάλιστα τώρα τελευταία έχει φτιάξει στο διαδίκτυο κι έναν ιστότοπο γύρω από αυτά. Εκεί έχουν συρρεύσει και άλλοι ψωνισμένοι που αναρτούν, ανταλλάσσουν έργα και λένε τα δικά τους. Από καιρό με είχε φάει ο φίλος, “εσύ δεν θέλεις να ακούσεις κανένα;”, “όχι” του έλεγα. “Καλά παιδί δεν άκουγες θέατρο από το ραδιόφωνο;” επέμενε. “Άκουγα, αλλά σήμερα τι να μου πει;”, απαντούσα.
Ώσπου κάποια μέρα, “μήπως έχεις τις μάγισσες του Σάλεμ;”, τον ρωτάω. “Kaι το ρωτάς;”, μου λέει. Γιατί ζήτησα αυτό το έργο, χωρίς ούτε καν να θυμάμαι τον συγγραφέα του, μπορείς να φανταστείς; Άκου να δεις από ποια τρίχα μπορεί να ξεκινήσει καμιά φορά μια περιπέτεια για έναν άνθρωπο. Εκείνα τα χρόνια στο χωριό ερχόταν, ξέρεις, περιοδεύων κινηματογράφος. Έβαζαν όλοι από μια καρέκλα στην πλάτη και τράβαγαν για την πλατεία, να στηθούν μπροστά στο λευκό πανί. Μια τέτοια Τετάρτη λοιπόν, κίνησαν ο πατέρας μου με τη μάνα μου για τον κινηματογράφο, κι εμένα, θα’μουνα δέκα έντεκα χρονών, μαζί με τον μικρότερο αδερφό μου, μας έβαλαν να κοιμηθούμε στρωματσάδα στο δωμάτιο της γιαγιάς μας, για να μην είμαστε μόνοι μας. Εγώ κόλλησα το αυτί στο ραδιόφωνο να ακούσω το θέατρο της Τετάρτης, “oι μάγισσες του Σάλεμ” είπε ο εκφωνητής. Σε λίγο ο αδερφός μου είχε αποκοιμηθεί και η γιαγιά μου ροχάλιζε. Με τεντωμένα αυτιά άρχισα να ακούω για κάποιες γυναίκες που νύχτα μέσα στο δάσος χορεύανε γυμνές και κάνανε μάγια πίνοντας κάτι μαντζουνοειδή υγρά. Χόντρυνε το κεφάλι μου τότε, κοίταζα από δω από κει, η κοιμισμένη ανάσα του αδερφού μου και το ροχαλητό της γιαγιάς μου δεν βοηθάγανε καθόλου. Έκλεισα βιαστικά το ραδιόφωνο και χώθηκα κάτω από τα σκεπάσματα. Εκεί λοιπόν είχε κοπεί η σκηνή και θυμήθηκα να την συνεχίσω μετά από τόσα χρόνια….
Αυτό ήταν. Μου έγραψε ο φίλος καμιά δεκαπενταριά έργα στην αρχή και σιγά-σιγά, χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα αγκιστρωμένος. Όλες αυτές οι υπέροχες φωνές από το παρελθόν με μαγέψανε. Τι Μινωτής και Παξινού, τι Λαμπέτη και Χορν, τι Αρώνη, τι Τζόγιας, τι Νέζερ, τι Χατζηαργύρη, τι Χατζίσκος, τι,τι,τι……… Και να τους χαίρεσαι όλους μαζί σε μια εγγραφή για το ραδιόφωνο, ενώ το ίδιο έργο δεν το είχαν ανεβάσει σχεδόν ποτέ σε κανονική παράσταση. Και από την άλλη άρχισα να ρίχνω κλεφτές ματιές πίσω από τα μεγάλα ονόματα του θεάτρου που μέχρι τότε δεν ήταν για μένα παρά μονάχα ονόματα. Γιατί κακά τα ψέματα, κάπου εκεί στα φοιτητικά μας χρόνια είχαμε αποκτήσει κάποια επαφή με το θέατρο, επιδερμική όμως εν πολλοίς. Τουλάχιστον εγώ άντε να είδα καμιά τριανταριά σαράντα παραστάσεις άντε και κανά δυο τρεις το χρόνο μετά το στρατό και από κει και πέρα νέκρα. Τώρα όμως έχω πέσει στα γερά πάνω σε Ιψεν, Τσέχωφ, Γκόγκολ, Μπέκετ, Πίντερ, Ιονέσκο, Λόρκα, Ράτιγκαν, Κοκτώ, Άρθρουρ Μίλερ, Τένεσι Ουίλιαμς και σε τόσους άλλους. Και ξέρεις τι κάνω; Ακούω ένα έργο, μερικά και δύο φορές, - το τέλος του παιχνιδιού του Μπέκετ το άκουσα πέντε φορές- κι ύστερα χώνομαι στο Ίντερνετ και μαζεύω πληροφορίες. Δεν ξέρεις πόσο γλυκά χάνομαι εκεί μέσα……. Κι έπειτα προσπαθώ να διαμορφώσω προσωπική άποψη για καθέναν από αυτούς, εδώ και το δύσκολο……..»
Είχε πάρει φόρα για τα καλά. Το βλέμμα του είχε ανάψει, η φωνή του είχε υγραθεί, τα χέρια του επιδίδονταν σε ένθερμες συνοδευτικές κινήσεις. Συνέχισε επί ώρα να μου μιλάει, για το μεγαλείο του Ίψεν – «Θεέ μου, πόσο σημερινός εξακολουθεί να είναι!»-, για το εύρημα από την « Αγριόπαπια» που του έκλεψε ο Άρθρουρ Μίλερ στο «Ήταν όλοι τους παιδιά μου», για την μοναδική Τσεχική ατμόσφαιρα -«Τέλμα, νοσταλγία και αδιέξοδοι έρωτες στο παρόν κι από κοντά ένας ρομαντικός ή αφελής προφήτης να προβλέπει πάντα ρόδινο το μέλλον…..» - για τον Μπέκετ και τον Πίντερ – «…που ενώ με ρεαλιστικούς όρους αδυνατείς να παρακολουθήσεις την αφήγησή τους, εν τούτοις σε κρατάνε εκεί περίεργα δεμένο στο άρμα τους….» -, για τον Λόρκα που σήμερα δε νομίζει ότι μπορεί να λειτουργήσει, για τον Ιονέσκο που αντίθετα λειτουργεί κι ας λέει ό,τι θέλει ο Γεωργουσόπουλος, για τον άλλο που έτσι, για τον παράλλο που αλλιώς…….
«Για να μην στα πολυλογώ», κατέληξε, «περιμένω σαν το πρεζόνι ν’ ακούσω κάθε φορά εκείνο το “λαμβάνουν μέρος με την σειρά που θ’ ακουστούν οι καλλιτέχναι” του εκφωνητή, μόλις ξεκινάει το έργο. Πρόσεξε τώρα τι σου λέω, ε; Καλλιτέχναι, όχι καλλιτέχνες….. Γιατί αυτό το –αι της κατάληξης σηματοδοτεί ένα…….»
«Το μόνο που έχω να πω», διέκοψα τον οίστρο του είναι ότι δεν μπορώ παρά να σεβαστώ το πάθιασμά σου. Αυτό είναι που αξίζει. Τώρα όσα για τ’ άλλα που μου αραδιάζεις, τι να πω; Έτσι είναι αφού έτσι σας αρέσει….… Αλλά δε μου είπες τι έγινε τελικά με τις μάγισσες του Σάλεμ, τις άκουσες;»
«Φυσικά, δε μου είπαν όμως πολλά πράγματα. Ξέρεις πρόκειται για ένα θέμα που σε άλλες εποχές προφανώς είχε πέραση. Σήμερα όμως δεν τραβάει…… Αν και θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι όχι το θέμα αλλά ο τρόπος χειρισμού του θέματος κάνουν ένα έργο διαχρονικό…….»
Είχε πάρει πάλι φόρα και συνέχισε επί ώρα να μου αναλύει τη θέση του.
«Καλά», τον διέκοψα, «στο γουόκμαν όμως πώς έφτασες;»
«Μα απλώς ήθελα να εκμεταλλευτώ όλες τις ώρες. Στο δρόμο, που περπατάω, στο χτήμα μου όταν κάνω δουλειές, στο βουνό όταν τρέχω…. Είπα όμως βουνό και το θυμήθηκα. Άκου να σου περιγράψω μια εικόνα: Την προηγούμενη Κυριακή το πρωί είχα πάει στο βουνό από νωρίς. Μάζευα σπαράγγια, ξέρεις είναι εποχή τους αυτό τον καιρό. Άρχισα να ακούω τον Θείο-Βάνια, κάπου στα φοιτητικά μου χρόνια τον είχα δει, ελάχιστα όμως θυμόμουν από εκείνη την παράσταση. Ανεβοκατέβαινα τις πλαγιές σκυμμένος κάτω από τα πεύκα, κορφολόγαγα τις σπαραγγιές κι άκουγα. Το έργο με είχε καθηλώσει, ούτε κατάλαβα πώς φύγανε κοντά δυο ώρες. Στο τέλος, όταν ο Βάνια με την Σόνια μένουν μόνοι τους παραιτημένοι πια και αποφασισμένοι να ζήσουν μηχανικά το υπόλοιπο της ματαιωμένης ζωή τους, όταν ο Βάνια αρχίζει πάλι τους τετριμμένους λογαριασμούς του “την δευτέραν Φεβρουαρίου λάδι είκοσι οκάδες …….., την δεκάτην έκτην……….. τόσες οκάδες” και η Σόνια τον παρηγορεί ότι θα ζήσουν μαζί πολλές μέρες και ατέλειωτα βράδια, ότι θα ζήσουν υπομονετικά και στο τέλος θα πεθάνουν ήσυχα ήσυχα χωρίς κανένα παράπονο, ε, δεν ντρέπομαι να σου πω ότι άρχισα να κλαίω σα μωρό παιδί……»
Έμεινα να τον κοιτάζω. Με στιγμιότυπα από παρελθόν να εναλλάσσονται σαν σε οθόνη μπροστά στα μάτια μου: Ο Σταύρος χωριατάκι, πρωτοετής της νομικής. Ο Σταύρος στέλεχος της ΚΝΕ να αγορεύει με πάθος σε πηγαδάκια. Ο Σταύρος, προχωρημένος φοιτητής πια να κάνει και εμπόριο πιάτων και να κονομάει τόσα όσα ούτε στον ύπνο μας εμείς. Ο Σταύρος ως δικηγόρος πάλι να κονομάει. Να τον φωνάζουμε Γύπα επειδή έπεφτε σαν αρπακτικό πάνω στον πελάτη. Ο Σταύρος να παντρεύεται, ο Σταύρος να χωρίζει, ο Σταύρος με γκρίζα μαλλιά, ο Σταύρος μετά από όλα αυτά να πηγαίνει πια στο βουνό…. με το θείο Βάνια για σπαράγγια.
Έγραψε και σ’ εμένα κάποια έργα. Άρχισα να τ’ ακούω κυρίως στο αυτοκίνητο. Προσηλωνόμουν για λίγο, έπειτα χανόμουν, έχανα φράσεις, έχανα κομμάτια ολόκληρα του έργου. Στο τέλος τα παράτησα. Μάλλον ήμουν αρκετά μεγάλος πια για νέα πάθη.
Πριν καμιά εικοσαριά μέρες ήταν που τον είχα συναντήσει για τελευταία φορά. Πριν από εκείνο το κυριακάτικο πρωινό που τον βρήκαν στην Πάρνηθα, στο Βούντημα. Πεθαμένο μέσα στο λιβάδι με τ’ ακουστικά στ’ αυτιά.
Ο Άρις Αλεβίζος γεννήθηκε στη Χάστεμη (Λευκοχώρα) Μεσσηνίας. Σπούδασε νομικά και δικηγορεί στην Αθήνα. Έχει εκδώσει τα έργα:
Δεινός καβαλάρης, διηγήματα, Πλανόδιον, Αθήνα 2000
Το αόρατο άσυλο, μυθιστόρημα, Κέδρος, Αθήνα 2001
Σφαίρες στο Αιγάλεω, διηγήματα, Σοκόλης, Αθήνα 2003
Ένας Αύγουστος χωρίς επίλογο, μυθιστόρημα, Μεταίχμιο, Αθήνα 2005
Ας μην ενοχληθεί κανείς, μυθιστόρημα, Μεταίχμιο, Αθήνα 2008