Τίμων ο Αθηναίος
Υπόθεση: Ο
πλούσιος Αθηναίος ευγενής Τίμων ξοδεύει τα χρήματά του σε τεράστια συμπόσια από
τα οποία περνάει ολόκληρη η Αθήνα. Όλοι όσοι τον περιτριγυρίζουν του δείχνουν
αγάπη και τον κολακεύουν για ν' απολαμβάνουν τα δώρα του. Πολύ σύντομα τού
ανακοινώνεται πως έχει χρεοκοπήσει και, όταν θα τρέξει στους «φίλους» του για
να ζητήσει βοήθεια, το μόνο που θα εισπράξει είναι άρνηση. Οργισμένος από αυτό
ο Τίμων απαρνείται ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, γίνεται μισάνθρωπος και
αποφασίζει να πεθάνει μόνος μακριά από τους ανθρώπους που τόσο πολύ τον
απογοήτευσαν.
Μετάφραση: Βασίλη
Ρώτα
Παίζουν οι ηθοποιοί:
Δάνης Κατρανίδης, Μπάμπης Γιωτόπουλος, Γιώργος Κώνστας, Θάνος Καλλιώρας, Κώστας
Καστανάς, Δημήτρης Γεννηματάς, Γιάννης Μαυρογένης, Γρηγόρης Βαφειάς, Θάνος
Αρώνης, Αλέξανδρος Αντωνόπουλος, Χριστόφορος Καζαντζίδης, Γιώργος Γεωργίου,
Ναπολέων Ροδίτης, Βαλεντίνη Μουτάφη, Δημήτρης Τσούτσης, Κώστας Κωσμόπουλος,
Πάνος Δαδινόπουλος, Θόδωρος Δημήτριεφ, Γιάννης Μαργαρίτης, Δαμιανός Ματζαβίνος,
Γιώργος Μεσάλας, Βάνα Μπλαζουδάκη, Κώστας Καξίδης, Κώστας Γαλανάκης, Κώστας
Τύμβιος, Θόδωρος Ανδριακόπουλος, Αννα Κυριακού.
Ο Τίμων
(β΄μισό 5ου αι. π.Χ.) ήταν Αθηναίος εύπορος πολίτης, ο οποίος έγινε ονομαστός
για τη μισανθρωπία του. Τον αναφέρουν οι αρχαίοι συγγραφείς ως παράδειγμα
μισανθρωπίας (Αριστοφάνης, Στράβων, Πλούταρχος, Αλκίφρων, Διογένης ο Λαέρτιος· ο Νεάνθης ο Κυζικηνός (240- 190
π.Χ.) τον συμπεριέλαβε στις «Βιογραφίες
περί ενδόξων ανδρών») και οι κωμωδιογράφοι τον χρησιμοποιούν για να πλάσουν
τους ανάλογους τύπους τους (Μονότροπος του Φρυνίχου, Τίμων του Αντιφάνη, Δύσκολος του Μενάνδρου.
Γιος του Εχεκρατίδη
έζησε στους χρόνους του Πελοποννησιακού πολέμου, όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης και
καταγόταν από το δήμο Κολυττό. Έλαβε τη φιλοσοφική μόρφωση της εποχής του και,
εξαιτίας της ηθικής κατάπτωσης των συγχρόνων του, οδηγήθηκε σε μίσος κατά της
ανθρωπότητας. Αποσύρθηκε στον Υμηττό και ζούσε απομονωμένος, έχοντας μαζί του
κάποιον Απήμαντο,
που τον ακολούθησε σε αυτό το τρόπο ζωής. Η μισανθρωπία του Τίμωνα τον
κατέστησε αντικείμενο σάτιρας των κωμωδιογράφων της εποχής του και αναφέρονται
γι΄αυτόν πολλά ανέκδοτα. Πέθανε από γάγγραινα, γιατί όταν κάποτε έπεσε από ένα
δένδρο αρνήθηκε να δεχτεί τις φροντίδες γιατρού. Τον τύπο του περιέγραψαν
εκτενώς ο Λουκιανός στο έργο του Τίμων ή Μισάνθρωπος και ο Σαίξπηρ στο δράμα
του Τίμων ο Αθηναίος (The life of Timon of Athens).
Τάφηκε
κοντά στη θάλασσα, στον δρόμο από τον Πειραιά για το Σούνιο. Το κύμα έκανε τον
τάφο του δυσπρόσιτο στους ανθρώπους και η επιτύμβια επιγραφή που αποδίδεται σ’
αυτόν, λέγεται πως είναι γραμμένη απ’ τον ίδιο: «Αφήνοντας μια άθλια ζωή,
αναπαύομαι εδώ πέρα. Τ’ όνομά μου δεν πρόκειται να το μάθετε και να πάτε στο
διάβολο (ες κόρακαν)». Μια άλλη επιγραφή που έχει διασωθεί και ανήκει στον
επιγραμματοποιό Ηγήσιππο, γράφει: «Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον
ζώνουν και πιο κοντά αν θες να ’ρθεις, τα πόδια σου ματώνουν. Ο Τίμων ο
μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσει. Και τώρα δρόμο, αρκετά, μ’ όσα μ’ έχεις
στολίσει».
Ο Σαίξπηρ αποδίδει
στο ομώνυμο έργο του την παρακάτω επιτάφια επιγραφή:
«Εδώ κείται άθλια από ψυχήν άθλια κλεμμένη
σκόνη·μη ζητά τ΄όνoμα. Κακό κακούς να σας σκοτώνει.
Ο Τίμων κείται: ζωντανός μίσησα τους ανθρώπους·
βλαστήμα με, μα διάβαινε, μακριά απ΄αυτούς τους
τόπους».
Ο
Σαιξπηρικός Τίμων
Ο Τίμων ο
Αθηναίος είναι κατά χρονολογική σειρά (1607-1608) το τριακοστό δεύτερο έργο του
Σαίξπηρ από τα τριάντα επτά χωρίς τα ποιήματα και τα Σονέτα του. Είναι παλιά
μορφή της τέχνης· την πήρε από τον Πλούταρχο και τον Λουκιανό κι΄ έφτιασε ένα
έργο ξεχωριστό και μοναδικό για την ποιητική του ανωτερότητα, την τραγική
ειρωνεία και τη δραματική του απλότητα. Είναι άλλωστε και το πιο σύντομο μετά
τον Μακμπέθ έργο του. Εδώ τώρα μπαίνουμε σε μια τραγική περιοχή χωρίς ορίζοντα,
επάνω σε πεδίο ασύνορο, όπου το χάος περιβάλλει απειλητικό το πνεύμα: ο θάνατος
του ήρωα είναι ένας τελειωτικός θάνατος, χωρίς καμία παρηγοριά, θάνατος πιο
«ολοκληρωτικός» από τον θάνατο του Βασιλιά Ληρ, του Άμλετ, του Οθέλου, του
Βρούτου. Είναι ο θάνατος του ανθρώπου που έχασε την πίστη του στον άνθρωπο.
Ο Τίμων είναι ο στενότερος συγγενής του βασιλιά Ληρ. Ο
Ληρ πίστεψε στην στοργή των θυγατέρων του και τους μοίρασε το βασίλειό του· κι
όταν η πραγματικότητα του διαψεύδει την πίστη του σ΄αυτή τη στοργή, έξαλλος
βγαίνει έξω στη έρημη από ανθρώπους φύση και στη μπόρα τ΄ουρανού και καταριέται
τις κόρες του. Με το Τίμωνα, το ιδανικό δεν περιορίζεται στη στοργή την
οικογενειακή, παρ΄ απλώνεται πλατιά, γενικά στην ανθρώπινη αγάπη, στη φιλία. Ο
Τίμων δεν ζει στο φεγγάρι, ζει στην Αθήνα και βέβαια ξέρει πως υπάρχουν και
δούλοι και κλέφτες και τοκογλύφοι κι απατεώνες και κίβδηλοι κι Απήμαντοι. Αυτός
όμως πιστεύει στην φιλία γι' αυτό μοιράζει τα πλούτη του αλογάριαστα: χαρίζει
στη φιλία, επειδή η φιλία τ΄ αξίζει όλα, όλα τα πλούτη της γης είναι λίγα για ένα
τέτοιο ιδανικό. Ο Τίμων δεν χαρίζει για ν΄αποκτήσει φίλους, παρά γιατί λατρεύει
το ιδανικό του και θυσιάζει σ΄ αυτό όπως κάθε πιστός στον θεό του.
O Πλούταρχος
αναφέρει, ότι ο Τίμων παρουσιάστηκε στην εκκλησία του δήμου κι αφού ανέβηκε στο
βήμα, είπε στους κατάπληκτους Αθηναίους: «Άνδρες Αθηναίοι, γνωρίζετε ότι έχω
ένα κτήμα στον Υμηττό κι ότι σ’ αυτό υπάρχει μια συκιά, απ’ την οποία πολλοί
έως τώρα κρεμάστηκαν. Επειδή λοιπόν, σκοπεύω να χτίσω μια καλύβα κι αποφάσισα
να την κόψω, θέλω να σας το ανακοινώσω, για να σπεύσουν να κρεμαστούν, όσοι από
εσάς θέλουν»