1942. Κατοχή. Ο Δημήτρης Χαρίτος έχει μια
μεγάλη φιλοδοξία: να γίνει υπουργός! Όμως όλες του οι προσπάθειες αποτυγχάνουν.
Και εκτός των άλλων ο γιος του βγήκε αντάρτης στο βουνό δυσκολεύοντας ακόμα
περισσότερο την ανέλιξή του στην πολιτική. Παράλληλα, ο αδελφός του Λεωνίδας,
καθηγητής φιλολογίας πριν την Κατοχή, ανοίγει ένα μπακάλικο στο οποίο εργάζεται
η κόρη του Χαρίτου, Άννα.
Στην πραγματικότητα όμως το μαγαζί είναι μόνο η
βιτρίνα. Κάτω απ’ τις πατάτες και τις τομάτες που μεταφέρονται στα γύρω χωριά,
κρύβονται όπλα και πολεμοφόδια που προορίζονται για τους αντάρτες. Ο Χαρίτος
βέβαια δεν ξέρει τίποτα για τις δραστηριότητες του αδερφού και της κόρης του.
Ώσπου του παρουσιάζεται επιτέλους η ευκαιρία να γίνει υπουργός, όταν μεσολαβεί
υπέρ του ο κ. Ζαρλάς, ένας Έλληνας πράκτορας των Γερμανών…
Ο Φον Δημητράκης, του Ψαθά, δεν
είναι ένα Ναζί. Δεν είναι καν θαυμαστής του Γερμανικού μεγαλείου. Είναι ένας
δειλός που τρέμει και μόνο στην ιδέα της Κομαντατούρ, και που δίνει με την μία
τους συνεργάτες του γιου του που έχει βγει αντάρτης στο βουνό. Όμως, ούτε η
δειλία του είναι ο λόγος που θα συνεργαστεί. Δεν χρησιμοποιεί καν σαν άλλοθι
την σωτηρία της πατρίδας, όπως έκαναν οι περισσότεροι της κυβέρνησης
Τσολάκογλου και Ράλλη. Δεν είναι «ρεαλιστής», όπως ισχυρίζονταν οι
συνεργαζόμενοι πολιτικοί και πολίτες. Δεν τον έχουν
πείσει να προσχωρήσει στη νέα εποχή τα κείμενα δημοσιογράφων στα
Κατοχικά φύλλα, τα λαχανόφυλλα, όπως τα αποκαλούσαν τότε. Ο Δημήτρης Χαρίτος
γίνεται Φον και συνεργάτης των δυνάμεων Κατοχής για την υπουργική καρέκλα.
Είναι ένας μεσοαστός πολιτικός που έχει φάει την προίκα της συζύγου του
προσπαθώντας σε αλλεπάλληλες εκλογές να γίνει βουλευτής. Όνειρο του και μεράκι
του η υπουργική καρέκλα. Γι΄ αυτήν αγωνίζονταν, για αυτήν εκφωνούσε δεκάρικους,
για αυτήν χτυπούσε τις πόρτες των ψηφοφόρων. Για ένα «κύριε υπουργέ» θα θυσίαζε
τα πάντα: την κόρη του, τον γιο του, τον αδελφό του, και γι΄ αυτό θα έστελνε
σύσσωμο τον Ελληνικό λαό στο σκοπευτήριο Καισαριανής. Και αυτό του το όνειρο,
έρχονται να το κάνουν πραγματικότητα οι Γερμανοί. Του δίνουν το υπουργείο της
Κρατικής Ασφάλειας που είναι προθάλαμος των κολαστηρίων της οδού Μέρλιν. Ο Φον
Δημητράκης τρελαίνεται με την εξουσία, παθιάζεται, και μαζί του συμπαρασύρει
την καθωσπρέπει σύζυγο του, που από συντηρητική κόρη καλής οικογενείας,
μεταμορφώνεται σε μία κοσμική κότα που αποθεώνει τους Ναζί στα σαλόνια της.
Το
έργο του Ψαθά έχει το εύρος μιας μολιερικής κωμωδίας και την δύναμη μιας
κρυμμένης τραγωδίας. Είναι η στρεβλή ματιά που μεταμορφώνει τον Μάκβεθ σε
Κατοχικό υπουργό. Ο Σαιξπηρικός ήρωας πνίγεται στο αίμα, ο κωμικός αντίστοιχος
στην χλεύη. Δεν είναι όμως αθώος του αίματος τούτου. Ανάμεσα στην 2η και την 3η
πράξη, όσο οι θεατές πίνουν και καπνίζουν στο φουαγιέ, αμέτρητα εγκλήματα
συντελούνται στα γραφεία του Υπουργείου του Φον. Εγκλήματα που, όπως στις
αρχαίες τραγωδίες, μένουν στο παρασκήνιο. Ο Φον Δημητράκης έχει στα χέρια του
το αίμα αμέτρητων πολιτών. Είτε γιατί υπέγραψε την εκτέλεση τους, είτε γιατί
πέθαναν από πείνα όσο αυτός παιζογελούσε με τον Φον Στάινμπεργκ. Σ΄ αυτά τα
ίδια χέρια με τα οποία χαϊδεύει την καρέκλα του υπουργού στο φινάλε, πριν
υποβάλλει την παραίτηση του, κάτω από το τελεσίγραφο του ίδιου του γιου του,
που τον προειδοποιεί ότι θα κατέβει μια νύχτα από το βουνό.
Άννα:Μόδα το λες, μαμά.
Κα Χαρίτου: Μόδα, και μάλιστα της λαού. Επαναστάτες, παιδί μου, είναι παντού και πάντα οι πεινασμένοι. Λαός! Από σπίτια καθώς πρέπει δεν βγαίνουν επαναστάτες!
Ηθοποιοί:
Χλόη Λιάσκου, Βιβέτα Τσιούνη, Ουρανία Μαμάη, Ουανία Μπασλή, Μάκης Πανώριος,
Γιάννης Κάσδαγλης, Τόλης Πολάτος, Θεοδόσης Ισαακίδης, Κώστας Χατζούδης, Αντώνης
Κουτσελίνης
Στο
ρόλο του Φον Δημητράκη, ο Σταύρος Παράβας
Σκηνοθεσία:
Ντίνος Δημόπουλος
Μουσική
Επιμέλεια: Ανακρέων ΠαπαγεωργίουΑκορντεόν παίζει ο Βαγγέλης Αποστολίδης
Ρύθμιση Ήχου: Δημήτρης Πουλόπουλος
Επιμέλεια Ήχων: Δόμνα Ακατογλίδου
Παραγωγή: Βίκυ Μουνδρέα