Βέρα Δεληγιάννη (Κυρά-Σταμάτα), Κώστας Κοντογιάννης (Θέμος), Νίκος Τζόγιας (Πέτρος Παπαπέτρου), Σοφία Κακαρελίδου (Ντεζιρέ), Δημήτρης Τσούτσης (Πετράκης Παπαπέτρος), Πένυ Παπουτσή (Βάσω).
Εθνικό Θέατρο 1980
Εθνικό Θέατρο 1980
Είναι μια τρίπρακτη κωμωδία που γράφτηκε το 1915 από τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Ένας καθηγητής 50 ετών, τυπικός και οικογενειάρχης, αυστηρός και υπερβολικά λογικός, που ζει ήσυχα κάνοντας τα μαθήματα και τα πειράματά του, ξαφνικά μπλέκεται σε μία τρελή κατάσταση, λόγω του γείτονα και συνονόματου του νεαρού καθηγητή αγγλικών. Η εμμονή του να θέλει να εξηγεί τα πάντα με τη λογική, τον οδηγεί σε έναν πολύ κωμικό παραλογισμό, που φέρνει τη ζωή του τα πάνω κάτω.
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος μιλάει για το Δεν είμ' εγώ.Αν η αξία ενός έργου είναι ανάλογη με το διανοητικό κόπο που στοίχισε στον τεχνίτη του, το «Δεν είμ' εγώ» είναι βέβαια το καλύτερο μου έργο. Για κανέν' άλλο δεν κοπίασα, δεν κουράσθηκα, δεν κεφαλοπόνεσα τόσο. Δυο και τρεις νύχτες έμεινα άγρυπνος να συλλογιέμαι αυτόν το λαβύρινθο της πλοκής, πράγμα που πρώτη φορά μου συνέβη στη θεατρική μου ζωή. Γιατί είχα να κάμω μ' ένα πλήθος περιστατικά, που έπρεπε να παρασταθούν, να πλεχθούν, να οικοδομηθούν και να ξεδιαλυθούν όλα στην πιο αυστηρή και δύσκολη θεα¬τρική φόρμα, μέσα στις τρεις αυτές πράξεις, τις στενεμένες από την «ενότητα του χρόνου» -το κλασικό εικοσιτετράωρο. Μα μπορώ να περηφανεύομαι πως τα 'βγαλα πέρα χωρίς να φαίνεται καθόλου αυτός ο κόπος, δηλαδή χωρίς να κουράζεται κι ο θεατής, παρ' απενα¬ντίας αυτός να ενδιαφέρεται στον υπέρτατο βαθμό, να διασκεδάζει ολόψυχα και να γελάει αδιάκοπα, από την πρώτη σκηνή ως την τελευταία. Σ' αυτό πρώτα χρωστά η φάρσα μου τη μεγάλη της επιτυ¬χία στο θέατρο -μόνο στας Αθήνας παίχθηκε πάνω από πενήντα φορές- κι έπειτα στον ηθοποιό Ν. Πλέσσα, που πραγματικώς έπαιξε θαυμάσια τον Πέτρο Παπαπέτρου, και μάλιστα στην Γ' Πράξη και στη μεγάλη εκείνη σκηνή με τον Πετράκη, που τον παίρνει στην τρέλα του για το άλλο του εγώ.
Κι όμως η σκηνή αυτή. που αποτελεί βέβαια το κωμικό κορύφωμα του έργου, δεν υπήρχε σχεδόν στην πρώτη του εμφάνιση! Την είχα σκεφτεί, την είχα σχεδιάσει, μα δεν είχα τολμήσει και να τη γράψω. Την είχα φοβηθεί σαν κάτι παρακινδυνευμένο κι ίσως ανώτερο απ' τις δυνάμεις μου. Η επιτυχία του έργου, την πρώτη βραδιά, μ' έκα¬με πιο τολμηρό, κι ακόμα -χρωστώ να το πω- η κριτική του κ. Φ. Πολίτη. Αυτός δηλαδή παρατήρησε πως το Δεν είμ' εγώ, ενώ είχε «όλα τα στοιχεία ενός καλλιτεχνικού έργου», έπεφτε κάπως στην Γ' Πράξη, γιατί δεν είχα μπορέσει να τα εκμεταλλευτώ... Το αναγνώρισα. Η Γ' Πράξη μου ήταν η πιο αδύνατη από τις δύο άλλες, ενώ έ-πρεπε να είναι η πιο δυνατή. Μα εγώ ήξερα τι της έλειπε: η σκηνή εκείνη που δεν είχα τολμήσει να τη γράψω. Και κάθισα ύστερα και την έγραψα, όπως την είχα σκεφτεί, όπως μου είχ' έρθει στο φυσικό ξετύλιγμα του θέματος... Κι έτσι μπορώ κι εγώ σήμερα να έχω κά¬τι αλλιώτικο απ' τα συνηθισμένα. πρωτότυπο κι ίσως μοναδικό στο σύγχρονο θέατρο: την αντιπαράσταση αυτή Πέτρου και Πετράκη στην Γ' Πράξη του Δεν είμ' εγώ.
Μα εκείνο που ιδιαίτερα μ' ευχαρίστησε τότε είναι που ο κ. Φ. Πολίτης -μόνος μέσα στους κριτικούς που το επαίνεσαν ή το κατηγόρησαν- κατάλαβε πως το έργο αυτό. καλό ή κακό. λειψό ή άρτιο. δεν είναι μια απλή. οποιαδήποτε φάρσα. Οι φάρσες δεν έχουν συνήθως «όλα τα στοιχεία ενός καλλιτεχνικού έργου», ούτε αποτελούν συχνά έργο με ιδέα και σκοπό. Το Δεν είμ' εγώ έχει την ιδέα του, έχει το σκοπό του. Μόνο ένας επιπόλαιος θα 'ταν ικανός να το περιφρονή¬σει από τον υπότιτλο «τρίπρακτη φάρσα» ή να νομίσει -όπως νόμι¬σαν πολλοί- ότι το θέμα είναι ο διχασμός της προσωπικότητας όπως στον Άλλον του γερμανού Paul Lindau ή στον Δόκτορα Τζέκυλ του άγγλου Stevenson. Όχι. Το θέμα είναι αυτός ο καθηγητής, ο μαθηματικός, ο λογικός Πέτρος Παπαπέτρου, που, επειδή έτυχε να ξέρει για την ψύχωση του «διχασμού» και να κάθεται στον ίδιο δρόμο μ' έναν συνονόματο του, και να του συμβούν απ' αυτό διάφορα παράξενα κι ανεξήγητα, και να του αποδοθούν κατά λάθος πολλές κακές πράξεις και ιδιότητες, αυτό στηριζόμενο στη λογική του (Χ=Α+Β), φτάνει στο συμπέρασμα πως διχάστηκε σαν τον Χάλλερ και πως κατάντησε σαν τον Τζέκυλ να βλέπει με τα μάτια του τον Άλλον, το δεύτερο του εγώ! Στα πρόθυρα δηλαδή της πιο κωμικής παραφροσύνης. Η φάρσα λοιπόν σατιρίζει την ανθρώπινη λογική, ή καλύτερα τους ανθρώπους -κι είναι τόσο πολλοί στον κόσμο!- που βασίζονται μόνο σ' αυτή και πέφτουν κάθε στιγμή έξω. [...] Η πλάνη των ανθρώπων της φαντασίας είναι κοινή, γνωστή και σατιρίστηκε χίλιες φορές. Η πλάνη των ανθρώπων της λογικής είναι πιο σπάνια, πιο ανεκμετάλλευτη και, αν δεν κάνω λάθος, πρώτη φορά σατιρίζεται. Για τούτο θεωρώ το Δεν είμ' εγώ ένα έργο πέρα για πέρα πρωτότυπο και, μολονότι ελαφρό σα μια φάρσα, μια παρωδία, πιο σοβαρό κατά βάθος από πολλά σοβαρά, και δικά μου και ξένα.
Αθήνα. Μάρτης 1928.
με την ευκαιρία της έκδοσης του Δεν είμ' εγώ
από το Βιβλιοπωλείον της Εστίας.
Η φάρσα μου έχει δεκαοκτώ πρόσωπα που δρουν σε τρεις μεγάλες «γεμάτες» πράξεις. Η πλοκή είναι ιλιγγιώδης... κι εξελίσσεται μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες. γιατί η παρεξήγηση επί της οποίας βασίζε¬ται δεν μπορούσε φυσικά να διαρκέσει περισσότερο. Για να οικονομήσω λοιπόν όλ' αυτά τα πρόσωπα και τα γεγονότα σε τόσο στενά όρια. εργάσθηκα πολύ περισσότερες ημέρες παρά για οποιοδήποτε άλλο έργο μου. και το Δεν είμ' εγώ είναι το μόνο που η πλοκή του, η οικονομία του μ' άφησε άγρυπνο δύο νύχτες. Φάρσα βέβαια έγραφα κι είχα κάθε δικαίωμα να είμαι κι αυθαίρετος, κι απίθανος, και συμβατικός. Αλλά δεν ήθελα και να το παρακάνω, δεν μου άρεσε να υπερβώ. για την ευκολία μου. και κάποιο όριο. Έπειτα κι η φάρσα απαιτεί, στο είδος της, την τέχνη της και την τεχνική της, που δεν είναι καθόλου εύκολη.
Ωστόσο μπορώ να πω πως ο κόπος μου ανταμείφθηκε με το παραπάνω. Όταν πρωτοπαίχθηκε στο Αθηναίο, από το θίασο του Πλέσσα, το Δεν είμ' εγώ είχε τη μεγαλύτερη επιτυχία. Αφού το έπαιξε δεν θυμούμαι πόσες φορές εκείνο το καλοκαίρι, ο Πλέσσας τα ξανάπαιζε κάθε χρόνο μία δυο εβδομάδες -χωριστά στις χειμωνιάτικες περιοδείες του- και δεν το άφησε παρά μόνο όταν ο έξοχος εκείνος κωμικός απεφάσισε να μεταπηδήσει στο ελαφρό μουσικό θέατρο. Μα και η κριτική υποδέχτηκε το έργο καλά. Ακόμα και ο Φώτος Πολίτης... Ήταν ικανός, βλέπετε, να βρει καλλιτεχνική αξία και σε μια απλή φάρσα, κι είχε σκοπό να το παίξει και στο Εθνικό Θέατρο, όταν θα έβρισκε τον κατάλληλο πρωταγωνιστή. Αργότερα το τύπωσα και σε βιβλίο και η Ακαδημία Αθηνών το εβράβευσε ως το καλύτερο Θεατρικό έργο εκείνου του χρόνου.
Αθηναϊκά Νέα, .3 Νοεμβρίου 1943
...Το ίδιο και για το θέατρο, γράφω χωρίς κανέναν προϋπολογισμό, εκείνο που μ' αρέσει κι εκείνο που μου 'ρχεται. Έχω μια έμπνευση για τραγωδία; Θα γράψω μια τραγωδία σαν το Ψυχοσάββατο, που άρεσε και του Χατζόπουλου και του Ποριώτη. Έχω μια έμπνευση για φάρσα; Θα γράψω μια φάρσα σαν το Δεν είμ' εγώ, που άρεσε και του Φώτου Πολίτη και του Λάμπρου Αστέρη. Αλλά και το Ψυχοσάββατο και το Δεν είμ' εγώ αρέσουν το ίδιο σ' όλον τον κόσμο; «Καθένα στο είδος του», όπως λένε κι οι κυρίες, που κοιτάζουν στη σκηνή με τα φασαμέν. Δε φταίω πάλι εγώ, δεν το κάνω ξεπίτηδες. Το μόνο που κάνω ξεπίτηδες είναι ότι, και το ένα και το άλλο, τα γράφω με όλη μου την ψυχή, με την ίδια γνώση, ειλικρίνεια κι ευσυνειδησία. Όπως οι παλλαϊκοί Ιππότες, κάνω κι εγώ ό,τι πρέπει, και ας βγει ό,τι θέλει.
1916
Για το ραδιόφωνο:
Παίζουν οι ηθοποιοί: Τελης Ζώτος, Κατερίνα Γιουλάκη, Διονύσης Παπαγιανόπουλος, Θάνος Λειβαδίτης, Κάκια Αγαγιώτου, Σμαρώ Στεφανίδου