Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

ΟΙ ΚΑΛΟΓΕΡΟΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ



Υπόθεση: Στην φραγκοκρατούμενη Κύπρο του μεσαίωνα δεκατρείς μοναχοί με Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη αντιμετωπίζουν την επιθετικότητα των παπικών που προσπαθούν να τους οδηγήσουν στο "σωστό" δρόμο αντιμετωπίζοντας τους ως αιρετικούς.

Ηγούμενος της Μονής που ήταν αφιερωμένη στην Παναγία και βρισκόταν στο κάστρο της Καντάρας ήταν τότε ο Ιωάννης. Τα ονόματα των υπολοίπων ήταν: Κόνωνας, Ιερεμίας, Μάρκος, Θεόκτιστος, Κύρριλος, Βαρνάβας, οι αδελφοί Μάξιμος και Θεόγνωστος, Ιωσήφ, Γερμανός, Γεράσιμος και Γεννάδιος.

Η Εκκλησία γορτάζει τη μνήμη τους στις 19 Μαϊου. Το μοναστήρι τους βρίσκεται στον τουρκοκρατούμενο Πενταδάκτυλο.


Παίζουν οι ηθοποιοί: Κάκια Παναγιώτου, Κώστας Κοντογιάννης, Θάνος Καληώρας, Ντίνος Σούτης, Γιάννης Λαμπρόπουλος, Τάσος Χαλκιάς, Μαρία Λιαπή, Νίκος Γαροφάλου, Γιώργος Πετρόχειλος, Γιώργος Παρτσαλάκης, Κώστας Κοκκάκης, Χρήστος Τσάγκας, Φώτης Γκαβέρας, Αγνή Βλάχου, Ανδρέας Φιλιππίδης, Μηνάς Χατζησάββας, Ελένη Νενεδάκη, Ιάκωβος Ψαράς, Δημήτρης Τσούτσης, Νίτα Παγώνη, Θεοδόσης Ισαακίδης.



Ο Χριστάκης Γεωργίου γεννήθηκε το 1929 στη Λεμεσό. Οι πρώιμες λογοτεχνικές και ιδεολογικές αναζητήσεις του αποτυπώνονται σε κείμενα, που άρχισε να δημοσιεύει το 1949 στην εφημερίδα «Νέος Δημοκράτης» όπου εργαζόταν.
Στη δεκαετία του 1950 μετέβη στην Αγγλία, όπου σπούδασε Ιστορία και Αγγλική Φιλολογία, στο Queen Mary College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Το 1960 διορίστηκε καθηγητής στην Αγγλική Σχολή Λευκωσίας, στην οποία δίδαξε για τα επόμενα 25 χρόνια.
Ως λογοτέχνης πρωτοστάτησε στην έκδοση του περιοδικού «Κυπριακά Χρονικά» με το οποίο συνεργάστηκε καθ' όλη τη διάρκεια της 12χρονης εκδοτικής παρουσίας του (1960-1972).
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου και μέλος του ΔΣ του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου. Ηγήθηκε της κυπριακής αντιπροσωπείας στα παγκόσμια συνέδρια του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου (ΔΙΘ). Από το 1989 έως το 1991 διετέλεσε αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Επιτροπής Θεατρικών Συγγραφέων του ΔΙΘ και από το 1991 έως το 1995 ήταν πρόεδρος, και μέχρι σήμερα επίτιμος πρόεδρος, της ίδιας Επιτροπής.
Το προσωπικό λογοτεχνικό έργο του περιλαμβάνει τρεις συλλογές διηγημάτων, «Ρωγμές» (1970), «Παράλληλοι» (1984) και «Επιχείρηση διάσωσης» (2006), τα θεατρικά έργα «Οι καλόγεροι» (1978), που ανέβασε ο ΘΟΚ και το ΡΙΚ, «Πάχναλη» και «Διάβρωση» (Η Ελένη της Προσφυγιάς) και τα μυθιστορήματα «Ώρες 1950» (1981) και «Αρχιπέλαγος- Είκοσι χρόνια γεννητούρια» (1990), το οποίο, το 1992, τιμήθηκε με Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο και το 1997 εκδόθηκε και στην αγγλική γλώσσα σε μετάφραση του ίδιου του συγγραφέα.
Επίσης, τιμήθηκε με τα βραβεία «Δώρος Λοΐζου» του Πολιτιστικού Γραφείου της ΕΔΕΚ, «Τεύκρος Ανθίας και Θοδόσης Πιερίδης» του Πολιτιστικού Γραφείου του ΑΚΕΛ και «Γιώργος Φιλίππου Πιερίδης» της Εταιρείας Λογοτεχνών Κύπρου. Το υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού τον τίμησε με το Ετήσιο Τιμητικό Χορήγημα.

Αναλυτικότερα η εποχή που διαδραματίζεται το έργο: Το Μεσαίωνα, όταν η Κύπρος έχει πια κυριευθεί από τους Φράγκους, σταματούμε σε μία από τις σκοτεινότερες σελίδες, που έγραψαν ο νέοι κατακτητές και που διαδραματίστηκε κοντά σ’ ένα από τα ονομαστά κάστρα της επαρχίας Αμμοχώστου, το κάστρο της Καντάρας, μέσα στο μοναστήρι.
Η Καντάρα έμεινε γνωστή στην ιστορία της Κύπρου όχι μόνο για το ρόλο που διαδραμάτισε το κάστρο της στα πολυτάραχα χρόνια των Φράγκων και των Ενετών, άλλα και για το παλιό της μοναστήρι της Παναγίας της Κανταριώτισσας, που στάθηκε το ΙΓ’ αιώνα προπύργιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας ενάντια στους διωγμούς του λατινικού κλήρου.
Από κει ξεκίνησαν μια θλιβερή μέρα του 1222 δεκατρείς όσιοι πατέρες, πιστοί στρατιώτες της θρησκείας του Ναζωραίου, για να γνωρίσουν έπειτα από φριχτά βασανιστήρια το μαρτυρικότερο θάνατο από απάνθρωπους οπαδούς του Πάπα. Η ιστορία της τρομερής αυτής τραγωδίας με τις ανατριχιαστικές της ωμότητες έχει στιγματίσει με τα μελανότερα χρώματα τους «λεγάτους» του καθολικισμού της εποχής εκείνης, ενώ ταυτόχρονα εξύψωσε ακόμη περισσότερο στην παγκόσμια συνείδηση των πολιτισμένων λαών το γόητρο της Ορθόδοξης Χριστιανοσύνης με τους αιματοβαμμένους της αγώνες και την ασάλευτη πίστη της στο υπέρτατο ιδανικό της θρησκείας με την αυτοθυσία και το μαρτυρικό θάνατο.
Είναι γνωστό από τη στιγμή που η Κύπρος υποτάχθηκε στη δυναστεία των Λουζινιάν με πόσο πείσμα και άγριο φανατισμό οι Φράγκοι προσπάθησαν να προσηλυτίσουν τον ορθόδοξο κλήρο και το λαό της Μεγαλονήσου, ώστε να απαρνηθούν τις προαιώνιες θρησκευτικές τους παραδόσεις και ν’ ασπασθούν το λατινικό δόγμα.
Δραματικές σκηνές, έριδες και διαμάχες είχαν δημιουργηθεί ανάμεσα στους καθολικούς και τους ορθόδοξους κληρικούς. Οι τελευταίοι με την αλύγιστή τους αντίσταση να υποταχτούν στο θέλημα των Φράγκων καταδικάζονταν σε δαρμούς, φυλακίσεις, εξορίες και φοβερά μαρτύρια, τα λεγόμενα μαρτύρια της Ιεράς Εξετάσεως.
Μία από τις μελανότερες σελίδες της φραγκοκρατίας στην Κύπρο είναι και τούτη που ακολουθεί:
Δεκατρείς καλόγεροι, «του αληθινού Χριστού ποιμένος άκακα πρόβατα», οι Ιερεμίας, Μάρκος, Κύριλλος, Θεόκτιστος, Βαρνάβας, οι αδελφοί Μάξιμος και Θεόγνωστος, ο Ιωσήφ, ο Γεράσιμος και ό Γερμανός, με αρχηγούς τους τον Ιωάννη και τον Κόνωνα, έφυγαν από το Καλόν Όρος και ήρθαν στην Κύπρο. Αφού πρώτα έμειναν στη μονή του Μαχαιρά, πήγαν έπειτα στο μοναστήρι «του Κουτσοβέντη» (Χρυσοστόμου), για να καταλήξουν τελικά σ’ ένα μοναστηράκι, αφιερωμένο στην Παναγία, πλάι σε μια πηγή, σε μέρος σύδεντρο στο κάστρο της Κα ντάρας.
Η είδηση του ερχομού τους έγινε αμέσως γνωστή σε όλο το νησί. Νεοφώτιστοι μοναχοί του τόπου και άλλοι θερμοί ζηλωτές του Θεανθρώπου ήρθαν να τους προσκυνήσουν και ενώθηκαν με τους νεοφερμένους γέροντες, αφιερώνοντας και αυτοί τη ζωή τους στα θεϊκά ρήματα του Χριστού και λέγοντάς τους με ολόζεστη καρδιά, «…μεθ’ υμών αποθανούμεν, τίμιοι και άγιοι πατέρες…». Η φήμη των ευλαβικών μοναχών δεν άργησε να γίνει γνωστή και στους Λατίνους, γιατί τα καλά τους έργα έγιναν πασίγνωστα στον τόπο.
Όμως αυτά τους τα έργα γέννησαν το φθόνο των καθολικών παπάδων, που σε λίγο εκδηλώθηκε απέναντι των μοναχών με το θηριωδέστερο τρόπο. Μια μέρα, ενώ οι μοναχοί της Καντάρας ήταν αφοσιωμένοι στα ιερά τους καθήκοντα, βλέπουν να παρουσιάζεται μπροστά τους ένας καθολικός ιεροκήρυκας, λεγόμενος Ανδρέας, «ζηλωτής και όργανον κακίας» μ’ έναν ακόλουθό του. Με «υποκρισίαν αλωπεκής» άρχισε να τους εξετάζει το πότε και από πού ήρθαν στην Κύπρο καθώς και με ποιόν σκοπό εγκαταστάθηκαν σ’ αυτό το μοναστήρι. Έπειτα γύρισε τη συζήτηση στο θέμα των διαφορών, που χωρίζουν το  Ορθόδοξο από το Καθολικό δόγμα, και κυρίως στη μυσταγωγία της Αγίας Κοινωνίας, επιμένοντας ότι σύμφωνα με τους κανόνες της Λατινικής Εκκλησίας η Θεία Μετάληψη πρέπει να γίνεται με τα άζυμα και όχι με τα ένζυμα, όπως πρεσβεύει το  Ορθόδοξο Χριστιανικό Δόγμα.
Οι  Έλληνες μοναχοί, αντικρούοντας τα σαθρά του επιχειρήματα, του απαντούν ότι ο Χριστός στο Μυστικό Δείπνο έλαβε «άρτον ένζυμον, τέλειον, άγιον, ως μη ευρεθέντος του τότε αζύμου», λέγοντας στους μαθητές του: «Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν». «Αυτή την εντολή και εμείς κρατούμε και πιστεύουμε», λένε σθεναρά οι γέροντες στον Λατίνο. «Όσο για το φρόνημα σας περί του αζύμου, εμείς δεν το παραλάβαμε ούτε παρά των του Χριστού κηρύκων ούτε παρά των οικουμενικών και αγίων συνόδων». Όσο προχωρεί η συζήτηση και οι όσιοι πατέρες με νηφάλιο ύφος αντικρούουν τον «μισόκαλον»  Ανδρέα, τόσο αυτός «θηρίων ωμότερος, την αλωπεκήν υπεκδύς, προς το θηριωδέστερου ετράπη». Έξαλλος από το θυμό του, διατάζει αμέσως τους μοναχούς της Καντάρας να παρουσιαστούν στο Φράγκο αρχιερέα της Λευκωσίας και να απολογηθούν για τα όσα του είπαν: «Με τον ορισμό σας», του απάντησαν οι πιστοί γέροντες χριστιανοί και πρόσθεσαν ακόμη ότι θα εξακολουθήσουν το κήρυγμα τους και πως θα πεθάνουν για την  Ορθόδοξη πίστη, έστω κι αν τους καταδικάσουν σε μύριους θανάτους. «Έχομεν εις την ψυχήν μας την ελπίδα ότι θα ζήσωμεν, και τα σώματά μας, που θα βασανισθούν από την βίαν των τυράννων, ενδύσονται αθανασίαν εν τη ατελευτήτω εκείνη ζωή».
Αφού συγκεντρώθηκαν στην εκκλησία, λειτούργησαν και μετάλαβαν των Αχράντων Μυστηρίων, ξεκίνησαν για τη Λευκωσία, παρακαλώντας το Θεό να τους οπλίζει με δύναμη, με γνώση σταθερή και αμετάκλητη. Όταν έφθασαν έξω από τη Λευκωσία, έκαμαν σταθμό στη μονή του  Αγίου Γεωργίου του Λάμποντος, τη λεγόμενη των Μαγκάνων, όπου «ποταμηδόν» έτρεχαν οι ορθόδοξοι χριστιανοί να λάβουν την ευλογία τους. Σ’ αυτό το  διάστημα ο καθολικός αρχιεπίσκοπος Στρόγγο (Ευστόργιος) ειδοποίησε τους Λατίνους κληρικούς και άλλους καθολικούς να παραβρίσκονται στην ιερή Εξέταση, που θα καταδίκαζε τους μοναχούς της Καντάρας, που είχαν ξεκινήσει βαδίζοντας προς τη Λευκωσία και ψέλνοντας τον ιερό ψαλμό, «Μακάριοι οι άμωμοι εν οδώ, οι πορευόμενοι εν νόμω Κυρίου…». Όταν η τραγική πομπή έφθασε μπρος στον Ευστόργιο, ο Φράγκος ιεράρχης τους ρώτησε αν όσα του είπε ο «μαΐστορος» Ανδρέας είναι αληθινά. Οι τίμιοι γέροντες θαρρετά και με μια φωνή το επιβεβαίωσαν. Ο Στρόγγο, «θυμού ασχέτου πλησθείς», θέλοντας να υποτάξει με τη βία στο θέλημά του τους δεκατρείς καλόγερους, έδωσε διαταγή να τους κλείσουν στη φυλακή, όπου οι δεσμοφύλακες με σπρωξιές, με βρισιές, τραβώντας τους από τα γένια και τα μαλλιά, τους έριξαν. Φόβος και τρόμος κυρίεψε τους Έλληνες της Μεγαλονήσου, που έβλεπαν τις    δραματικές αυτές σκηνές, ενώ στων μαρτύρων τα πρόσωπα «γλυκεία τις λάμψις διεκρίνετο, ανταύγεια ούσα της γαλήνης ην η ψυχή αισθάνεται αψηφούσα τας περιπετείας και τους κινδύνους του σώματος, αποβλέπουσα δε μόνον εις ιδεώδες τι, παρά του οποίου την αμοιβήν ελπίζει».
Ένας ολόκληρος χρόνος πέρασε και οι φυλακισμένοι ήταν πάντα κλεισμένοι στο δεσμωτήριο, υποφέροντας καρτερικά τη δυσοσμία, όπως και άλλη ταλαιπωρία, μόνον «άρτου και ύδατος μεταλαμβάνοντες».
Στο χρόνο επάνω ο Φράγκος αρχιερέας τους ρωτάει αν μετανόησαν για όσα «αποτρόπαια» είχαν πει. Οι μάρτυρες όμως της θρησκείας, απτόητοι, του αποκρίθηκαν: «Ας μη μας αξιώσει ο Κύριος να προδώσουμε την αλήθεια και να ασπασθούμε το ψεύδος». Η απάντηση του μονσινιόρου ήταν να ξανακλειστούν για τρία ακόμη χρόνια στη φυλακή, ενώ αυτοί δεν έπαυαν να ομολογούν την ακλόνητη πίστη τους σε ό,τι αρχικά ομολόγησαν. Από τα μαρτύρια που τραβούσαν είχαν καταντήσει συρόμενοι σκελετοί. Ένας μάλιστα απ’ αυτούς, ο Θεόγνωστος, πέθανε. Ο σκληρόκαρδος Ανδρέας πρόσταξε τότε να διαπομπευτεί το λείψανο του στην αγορά και υστέρα να ριχτεί στις φλόγες. Βλέποντας πως οι φυλακισμένοι του έμεναν αμετανόητοι, αποτάθηκε στο βασιλιά Ερρίκο Β’- ο Εύστοργιος έλειπε αυτό τον καιρό στην Ανατολή- και τον ρώτησε με ποιό τρόπο να θανατώσει αυτούς τους αδιόρθωτους Γραικούς, που εξακολουθούν να βλασφημούν το δόγμα των Δυτικών. Ο ρήγας απάντησε στον ιεροεξεταστή να καλέσει στην πλατεία την τάξη των καβαλλαρέων να συγκεντρώσει πολύν όχλο, για ν’ απολαύσει το θέαμα, και τότε να διατάξει να δέσουν τους «αιρετικούς» στα πόδια και στις ουρές αλόγων και μουλαριών και ύστερα να τα ξαμολήσουν προς το μέρος του ποταμού, ώστε ο ώστε οι σάρκες τους να ξεσκιστούν πάνω στις πέτρες, και τέλος να τους ρίξουνε στη φωτιά. Οι δήμιοι εκτέλεσαν κατά γράμμα το αποτρόπαιο έργο τους.
Την ώρα, που οι φλόγες ορθώνονταν σαν πύρινα φίδια προς τον ουρανό με τ’ ολοκαύτωμα των μοναχών, ο καθηγούμενος Ιωάννης, καθώς διασώζει ο  Αλλάτιος σε μια διήγηση ανωνύμου συγγραφέα, φάνηκε σαν αναστημένος και προσευχόμενος ανάμεσα τους. Τότε ένας καβαλάρης του  έριξε το δαυλό αναμμένο και τον αποτελείωσε. Έτσι, στεφανωμένοι με το ακτινοβόλο φως του μαρτυρίου και της αθανασίας, παράδωσαν στο Θεό την αγία τους ψυχή οι όσιοι πατέρες της Καντάρας, για να πληρωθεί ο θεόπνευστος λόγος του Δαβίδ, που λέει: «Διήλθομεν διά πυρός και ύδατος, και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν…»
ΑΘΗΝΑ ΤΑΡΣΟΥΛΗ (Από το βιβλίο της «Κύπρος», τόμος Β’, σ. 99-102}

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

τα σχόλια σας

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.