Για το ραδιόφωνο
Παίζουν οι
ηθοποιοί : Μάκης Πανώριος, Θάνος Καλλιώρας, Μιράντα Ζαφειροπούλου, Σοφία
Μυρμιγκίδου, Βασίλης Κανάκης, Αντιγόνη Γλυκοφρύδη, Τάκης Βουλαλάς, Θόδωρος
Δημήτριεφ, Λευτέρης, Ελευθεριάδης, Τρύφων Καρατζάς, Νικήτας Τσακίρογλου, Θάνος
Αρώνης, Κάκια Παναγιώτου, Χρήστος Πάρλας.
Πλάτων Ροδοκανάκης: Ενας ακμαίος αισθητής πεζογράφος
Του Γεωργίου Τσερεβελάκη, φιλολόγου
Ο Πλάτων Ροδοκανάκης γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1883. Ηταν γιος του δικηγόρου Παναγιώτη Σουλιώτη και της Δέσποινας Ροδοκανάκη. Κύρια βιογραφική πηγή για τον συγγραφέα αποτελεί το αυτοβιογραφικό του ποιητικό αφήγημα “Το φλογισμένο ράσο”. Γόνος αριστοκρατικής και πλούσιας οικογένειας περνά τα παιδικά του χρόνια στη Σμύρνη. Οι αναμνήσεις του από την εποχή εκείνη στοιχειοθετούν το πορτρέτο ενος μοναχικού παιδιού που του προσφέρονται οι καλύτερες κοινωνικές και μορφωτικές προϋποθέσεις. Η στενή σχέση του με τα βιβλία ανάγεται ήδη στην παιδική του ηλικία. Τα πρώτα αναγνώσματά του είναι τα εκκλησιαστικά βιβλία, ένας καθαυτό οδηγός της χριστιανικής αρετής, γρήγορα πάντως τα ενδιαφέροντά του επεκτείνονται και προς την ελληνική και ξένη λογοτεχνία. Γενικά όμως τον ψυχισμό του φανατικού για γράμματα παιδιού διαπερνά κάτι το τραγικό και θλιμμένο. Η υγεία του κλονίζεται και η οικογένειά του αναγκάζεται να διαμείνει επί τριετία στο Κορδελιό της Σμύρνης. Εκεί το φυσικό περιβάλλον τον βοηθά να αναρρώσει, αλλά η θλίψη τον κρατά καθηλωμένο ψυχικά. Αποφασίζει να φύγει από τον στενό κύκλο της οικογένειας με την δικαιολογία της φοίτησης στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Πραγματικά φοιτά εκεί. Αντιμέτωπος όμως εκεί με τις απαγορεύσεις και τις υποχρεώσεις του δόκιμου μοναχού, αποφασίζει να επιστρέψει πάλι στη ζωή του λαϊκού. Στη Σμύρνη δημοσιογραφεί με το ψευδώνυμο Συρανώ. Τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα εγκαθίσταται στην Αθήνα. Στην αρχή εργάστηκε ως υπάλληλος στο βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκης. Στη συνέχεια συνεργάστηκε δημοσιογραφικά με πολλές εφημερίδες γράφοντας κυρίως χρονογραφήματα. Το 1913 διορίστηκε διευθυντής επιδομάτων για τα θύματα πολέμου. Το 1916 προσχώρησε στο κίνημα Εθνικής Αμύνης του Ελ. Βενιζέλου και ανέλαβε την ίδρυση και οργάνωση του Βυζαντινού Μουσείου στη Θεσσαλονίκη. Το 1917 του ανατέθηκε η διεύθυνση του βυζαντινού τμήματος του υπουργείου Παιδείας. Ηταν από τα πρώτα ιδρυτικά μέλη της Εταιρίας Βυζαντινών Σπουδών. Πέθανε στην Αθήνα από φυματίωση, το 1919, σε ηλικία 36 ετών.
Την περίοδο όπου ο συγγραφέας έγραφε για βιοπορισμό, η Ακρόπολις φιλοξένησε τον Φλεβάρη του 1908, “Το φλογισμένο ράσο”. Στην ίδια εφημερίδα είδε το φως της δημοσιότητας “Το βυσσινί τριαντάφυλλο”. Τα δύο αυτά έργα εκδόθηκαν σε βιβλία το 1911 και το 1912 αντίστοιχα.
Το πρώτο βιβλίο του Ροδοκανάκη κυκλοφόρησε το 1908 και ήταν η συλλογή πεζοτράγουδων De Profundis. Βέβαια πρέπει να προστεθούν χρονογραφήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, επιστολές και λοιπά λογοτεχνήματα που δημοσιεύθηκαν στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο τα οποία παραμένουν αθησαύριστα.
Ο Ροδοκανάκης επίσης ασχολήθηκε με το θέατρο. Η παραγωγή του όμως είναι ελάσσονος σημασίας. Τα τρία μονόπρακτά του, “Η θεατρίνα”, “Ο πιερότος”, “Το τσακάλι” παραστάθηκαν το 1912 από το θίασο Κυβέλης αλλά χωρίς επιτυχία. Τα δύο ιστορικά δράματά του, “Ο Αγιος Δημήτριος” και “Η Κλυταιμνήστρα” παραμένουν λησμονημένα.
Τον ενδιαφέρον του Ροδοκανάκη για την βυζαντινή Ιστορία έχει αποτυπωθεί σε δύο βιβλία του. Το 1916 εκδίδει τα “Βυζαντινά πολύπτυχα”. Το βιβλίο αποτελείται από σύντομα χρονογραφήματα που πραγματεύτονται θέματα της βυζαντινής κοινωνικής ζωής. Το ιστοριοδιφικό έργο του συγγραφέα “Η βασίλισσα και αι βυζαντιναί αρχόντισσαι”, δημοσιεύεται μετά τον θάνατό του το 1920.
Ολα τα στοιχεία των έργων του Ροδοκανάκη εντάσσουν τον συγγραφέα στο πεδίο του αισθητισμού. Ολοι οι κριτικοί εγγράφουν τον Ροδοκανάκη στην πιο ακμαία φάση του ελληνικού αισθητισμού. Βασικό θέμα των κριτικών γύρω από τον Ροδοκανάκη υπήρξε ο συσχετισμός του με Ελληνες και ξένους πεζογράφους (Oscar Wilde, Κ. Χρηστομάνο).
Η πλειονότητα των λογοτεχνικών έργων του Ροδοκανάκη απηχεί τις θεωρητικές αντιλήψεις και αναπτύσσει τη θεματολογία του αισθητισμού. Η άποψη ότι τα δημιουργήματα της τέχνης συνιστούν αυτόνομη έκφραση της ομορφιάς οδηγεί στην αντιπαράθεση, ακόμη και στη σύγκρουση, τέχνης και πραγματικότητας. Στη λογοτεχνία το περιεχόμενο υποβαθμίζεται, εξαίρεται η σημασία τη μορφής και επιδιώκεται η γλωσσική εκζήτηση. Η λογοτεχνία έτσι αποδεσμεύεται και καταδικάζει κάθε έννοια διδακτισμού, ηθικής και φιλοσοφίας. Οι θεματικές επιλογές της αισθητιστικής πεζογραφίας είναι συναφείς με την αντίληψή της για τη σχέση της λογοτεχνίας με τη ζωή. Προβάλλεται το εξωτικό, το αποκλίνον στοιχείο, το φανταστικό. Ο Ροδοκανάκης ή αποτολμά μια απόδραση στο παρελθόν, αναπολώντας μέσα στην αχλύ της ωραιοπαθούς και μελαγχολικής διάθεσής του τα παιδικά και νεανικά του χρόνια (Το φλογισμένο ράσο), ή δημιουργεί ένα φανταχτερό διάκοσμο γύρω από τον παράφορο έρωτα δύο νέων που κορυφώνονται και σβήνει με το θάνατό τους (το βυσσινί τριαντάφυλλο). Στη σχέση του αισθητισμού με τη decadence ιχνηλατούνται οι καταβολές της έντονης πεσιμιστικής τάσης του Ροδοκανάκη. Τα κυριότερα γνωρίσματα της συγγραφικής του ταυτότητας θα μπορούσαν να συνοψιστούν ως εξής: Ωραιολατρεία, αισθησιασμός, ηδονισμός, αριστοκρατηκές κλίσεις και πεποιθήσεις που εκβάλλουν ανυπερθέτως στον νιτσεϊσμό. Πεισιθάνατη διάθεση και εξομολογητική τάση.
Τα έργα μείζονος σημασίας του Ροδοκανάκη τα συνέχει η ενιαία αντίληψη ποιητικής - λυρικής διάθεσης που πηγάζει από τον αισθητισμό. Αρκετά περιγραφικά μέρη από “Το φλογισμένο ράσο” και “Το βυσσινί τριαντάφυλλο”, αν απομονωθούν, μεταδίδουν την αίσθηση πεζών ποιημάτων. Κατά αντίστοιχο τρόπο, κάποια από τα πεζά ποιήματα του συγγραφέα θα μπορούσαν να θεωρηθούν προδρομικές συμπυκνώσεις των αφηγημάτων του.
Χρήσιμο είναι τώρα να επικεντρωθεί η προσοχή στις γλωσσικές επιλογές του συγγραφέα. Η μετάβαση από την “αρμονική και καλαισθητικωτάτη πραγματικώς καθαρεύουσα του De profundis” σε μια συνηθισμένη δημοτική, δεν φανερώνει απλώς την ήπια υιοθέτηση από τον Ροδοκανάκη της γλώσσας που τότε έτεινε να υπερισχύσει στον ελληνικό λογοτεχνικό λόγο. Σημαίνει τη στροφή του από τη “γλώσσα του σχολειού” στη “γλώσα της τέχνης” - τη στροφή από τη γλώσσα της ποιητικής αρμονίας και καλλιέπειας στη γλώσσα της πεζογραφικής παραστατικότητας και πιστότητας.
Ο αφηγηματικός ιστός του “Φλογισμένου ράσου” πλέκεται γύρω από έναν πυρήνα: Ο νεαρός συγγραφέας για να ξεφύγει από τα απειλητικά δίχτυα της προαίσθησης του θανάτου που τον ακολουθεί από τα παιδικά του χρόνια, επιλέγει ως οδό σωτηρίας τη ζωή του ιερωμένου. Μέσα από τις εμπειρίες του όμως από τη Θεολογική σχολή της Χάλκης όπου φοιτά, θα καταλάβει ότι ανήκει στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Στο έργο αυτό ο εξομολογούμενος συγγραφέας φανερώνει συχνά ότι πέρασε τον καιρό του στη σχολή σαν περίεργος και δύσθυμος επισκέπτης. Ο Ροδοκανάκης εντοπίζει την προσοχή του στον αρχιτεκτονικό διάκοσμο του μοναστηριού ή και στον διονυσιασμό και στην καταπιεσμένη σεξουαλικότητα των καλογήρων. Το “Φλογισμένο ράσο” μας αποζημιώνει με τον περίτεχνο γλωσσικό διάκοσμό του, έναν λόγο βασισμένο στην καλλονή της λογοτεχνικής γλώσσας, σύμφωνα πάντα με το αισθητιστικό όραμα του συγγραφέα.
Το “βυσσινί τριαντάφυλλο” χωρίζεται σε τρία μέρη. Εχει ως θέμα την ερωτική ιστορία του νεαρού ζωγράφου Γιώργου και της Βέρας. Στο πρώτο μέρος του διηγήματος, μέσα από τις σκόρπιες αισθαντικές ημερολογιακές εγγραφές του Γιώργου, που καλύπτουν τη διάρκεια ενός χρόνου, ο αναγνώστης συνενώνει τα διάσπαρτα στοιχεία της πλοκής η οποία υφαίνεται γύρω από τον σφοδρό, αλλά και πλατωνικό ερωτικό αίσθημα των δύο νέων. Στο δεύτερο μέρος του διηγήματος ένας φίλος του Γιώργου αφηγείται τον θάνατο του ζευγαριού το δειλινό της ίδιας ημέρας που οι δύο εραστές ενώθηκαν με τα δεσμά του μυστικού τους αρραβώνα. Παραδομένοι στον διονυσιακό παγανισμό τους ο Γιώργος και η Βέρα περιδιαβάζουν έφιπποι την ακτή της Ελευσίνας. Η Βέρα, όταν βλέπει να πλησιάζει μια τρομερή καταιγίδα, καταλαμβάνεται από ιερή μανία και ορμά στα κύματα για να βρεθεί στον κυκλώνα του φυσικού φαινομένου και να το ζήσει, αντιμέτωπη με αυτό, όσο πιο κοντά μπορεί. Ο Γιώργος προσπαθεί μάταια να τη σώσει, ως τη στιγμή που βυθίζονται και οι δυο στον υδάτινο τάφο τους. Πρόκειται για ατύχημα ή για αυτοκτονία;
Ο Γιώργος και η Βέρα, ζώντας μέσα στη χλιδή και στην ευμάρεια των αριστοκρατικών τους οικογενειών, απαλλαγμένοι από βιοτικά προβλήματα, έχουν μια έντονη έφεση ζωής. Η μόνιμη ευπάθειά τους τους οδηγεί σε νοσηρότητα. Οσο φουντώνει η αγάπη τους γίνονται σαν τις πεταλούδες που καίγονται από την ολέθρια δύναμη του φωτός, που εδώ εκπέμπει ο μεγάλος έρωτας.
Στο “Βυσσινί τριαντάφυλλο” ο αισθητισμός του Ροδοκανάκη κορυφώνεται μεγαλειωδώς. Η περιγραφή της καταιγίδας είναι μεγαλειώδης. Ο λυρισμός και ο αισθησιασμός του ύφους, ιδιαίτερα στις ερωτικές σκηνές, οδηγούν σε κορυφώσεις που πλημμυρίζουν τον αναγνώστη από ερωτική, ανυπέρβλητη μαγεία. Από την άλλη όμως πλευρά τα πρόσωπα μένουν αποκομμένα από την εξωτερική πραγματικότητα και η αφηγηματική οργάνωση είναι χασματική.
Ανεπιφύλακτα το στοιχείο εκείνο που κάνει τα έργα του Ροδοκανάκη αξιανάγνωστα είναι η περιγραφική-διακοσμητική τέχνη του η οποία μεταμορφώνει την πραγματικότητα σε κάτι το αδαμάντινο, σε κάτι κρυστάλλινο. Ετσι στις σελίδες του Πλάτωνα Ροδοκανάκη παγιδευόμαστε σε ανεπανάληπτες στιγμές σπάνιας γλωσσικής μαγείας που αναβλύζει μέσα από τις περιγραφές και αντίστροφα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
τα σχόλια σας
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.