Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

ΜΕ ΤΟ ΘΕΙΟ ΒΑΝΙΑ ΓΙΑ ΣΠΑΡΑΓΓΙΑ του Άρι Αλεβίζου

Αγαπητοί φίλοι του θεάτρου στο ραδιόφωνο, καλησπέρα σας. Σήμερα θα μας επιτρέψετε μια μικρή παρέκκλιση. Αντί για ραδιοφωνικό θεατρικό έργο δημοσιεύουμε ένα διήγημα με θέμα το θέατρο στο ραδιόφωνο. Γράφτηκε πριν λίγο καιρό από τον φίλο του μπλογκ, λάτρη του ραδιοφωνικού θεάτρου και συγγραφέα Άρι Αλεβίζο. Θεωρούμε εξαιρετική τιμή την πρώτη δημοσίευση αυτού του διηγήματος στο RADIOTHEATRE.
Φίλε Άρι, σ' ευχαριστούμε θερμά

ΜΕ ΤΟ ΘΕΙΟ ΒΑΝΙΑ ΓΙΑ ΣΠΑΡΑΓΓΙΑ

   Πριν καμιά εικοσαριά μέρες ήταν που τον είχα συναντήσει.
Στο Πεδίον του Άρεως. Πήγαινα προς τα Δικαστήρια κι αυτός γύριζε. Κοστούμι, γραβάτα, δερμάτινη τσάντα και ακουστικά γουόκμαν στ’ αυτιά. Χαμογέλασα.
   «Κύριε συνάδελφε !», διέκοψα την απορρόφησή του με ειρωνική φωνή.
    Στράφηκε προς το μέρος μου, « ω! τον κύριο συνάδελφο…», ανταπέδωσε την ειρωνεία, ενώ το βλέμμα του σπίθιζε χαρούμενα.
   Από τότε που ήμασταν νέοι δικηγόροι είχαμε καθιερώσει την αμοιβαία ειρωνική προσφώνηση, όποτε συναντιόμασταν. Ακούγαμε κατά κόρον από τους παλιούς το «κύριε συνάδελφε και κύριε συνάδελφε» και δεν ξέρω πώς, είχαμε από κοινού επισημάνει κάποια δόση γελοιότητας πίσω από αυτή την πεποιημένη αβρότητα. Με διάθεση συνωμοτική σκουντάγαμε ο ένας τον άλλον τότε και γελούσαμε. Παλιώσαμε ωστόσο κι εμείς με το «κύριε συνάδελφε» να μπερδεύεται στη γλώσσα μας χρόνια και χρόνια επί καθημερινής βάσεως. Με κάποια φειδώ απέναντι στους άλλους είναι αλήθεια και με ειρωνική κατάχρηση μεταξύ μας, αυτό ίσως ήταν το μόνο κέρδος από την παλιά μας επισήμανση.
   «Τι έγινε Σταυράκο, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι κατάντησες ………..γουόκμαν σε αυτή την ηλικία…..»
   «Είδες τι μπορεί να πάθει ο άνθρωπος;», χαμογέλασε πλατιά.
   «Ομολογώ ότι αυτή η κομφορμιστική και καλωδιωμένη εμφάνιση δεν συνάδει και τόσο με την αισθητική που πίστευα πως έχεις…»
   Σοβαρεύτηκε.
   « Είχα ένα ποινικό σήμερα και το κοστούμι, ως γνωστόν, συνιστά φόρμα εργασίας για εμένα, η δε τσάντα, κατά Ηλία Πετρόπουλον, αποτελεί το φέρετρον της αυτοπεποιθήσεως κάθε δικηγόρου. Όσο για τα καλώδια, περίμενε να δεις τι ακούω….»
   Έβγαλε τα ακουστικά από πάνω του και τα έβαλε στ’ αυτιά μου, μέσα στα οποία ακόμη καμπάνιζαν τα τελικά –ν- από το λογύδριό του.
   «Η φωνή της Λαμπέτη είναι;», απόρησα.
   «Ακριβώς», θριάμβευσε, «και τώρα κερνάω καφέ ….»
   Παράγγειλε εσπρέσο γκέι.
   «Αμέσως» δέχτηκε με φυσικότητα την παραγγελία του ο σερβιτόρος, που τον ήξερε.
   «Ντεκαφεϊνέ είναι», έλυσε την απορία μου, « μ’ έχουν λιώσει οι αϋπνίες τον τελευταίο καιρό. Λοιπόν, άκου να σου εξηγήσω για την καλωδίωση την… απάδουσα στην αισθητική μου όπως είπες. Όλα ξεκίνησαν από ένα φιλαράκο, δεν τον ξέρεις, πάμε μαζί και περπατάμε στο βουνό. Αυτός που λες έχει κόλλημα με το ραδιοφωνικό θέατρο. Έχει μαζέψει πεντακόσια τόσα θεατρικά που έχουν μεταδοθεί από το ραδιόφωνο, μάλιστα τώρα τελευταία έχει φτιάξει στο διαδίκτυο κι έναν ιστότοπο γύρω από αυτά. Εκεί έχουν συρρεύσει και άλλοι ψωνισμένοι που αναρτούν, ανταλλάσσουν έργα και λένε τα δικά τους. Από καιρό με είχε φάει ο φίλος, “εσύ δεν θέλεις να ακούσεις κανένα;”, “όχι” του έλεγα. “Καλά παιδί δεν άκουγες θέατρο από το ραδιόφωνο;” επέμενε. “Άκουγα, αλλά σήμερα τι να μου πει;”, απαντούσα.
Ώσπου κάποια μέρα, “μήπως έχεις τις μάγισσες του Σάλεμ;”, τον ρωτάω. “Kaι το ρωτάς;”, μου λέει. Γιατί ζήτησα αυτό το έργο, χωρίς ούτε καν να θυμάμαι τον συγγραφέα του, μπορείς να φανταστείς; Άκου να δεις από ποια τρίχα μπορεί να ξεκινήσει καμιά φορά μια περιπέτεια για έναν άνθρωπο. Εκείνα τα χρόνια στο χωριό ερχόταν, ξέρεις, περιοδεύων κινηματογράφος. Έβαζαν όλοι από μια καρέκλα στην πλάτη και τράβαγαν για την πλατεία, να στηθούν μπροστά στο λευκό πανί. Μια τέτοια Τετάρτη λοιπόν, κίνησαν ο πατέρας μου με τη μάνα μου για τον κινηματογράφο, κι εμένα, θα’μουνα δέκα έντεκα χρονών, μαζί με τον μικρότερο αδερφό μου, μας έβαλαν να κοιμηθούμε στρωματσάδα στο δωμάτιο της γιαγιάς μας, για να μην είμαστε μόνοι μας. Εγώ κόλλησα το αυτί στο ραδιόφωνο να ακούσω το θέατρο της Τετάρτης, “oι μάγισσες του Σάλεμ” είπε ο εκφωνητής. Σε λίγο ο αδερφός μου είχε αποκοιμηθεί και η γιαγιά μου ροχάλιζε. Με τεντωμένα αυτιά άρχισα να ακούω για κάποιες γυναίκες που νύχτα μέσα στο δάσος χορεύανε γυμνές και κάνανε μάγια πίνοντας κάτι μαντζουνοειδή υγρά. Χόντρυνε το κεφάλι μου τότε, κοίταζα από δω από κει, η κοιμισμένη ανάσα του αδερφού μου και το ροχαλητό της γιαγιάς μου δεν βοηθάγανε καθόλου. Έκλεισα βιαστικά το ραδιόφωνο και χώθηκα κάτω από τα σκεπάσματα. Εκεί λοιπόν είχε κοπεί η σκηνή και θυμήθηκα να την συνεχίσω μετά από τόσα χρόνια….
   Αυτό ήταν. Μου έγραψε ο φίλος καμιά δεκαπενταριά έργα στην αρχή και σιγά-σιγά, χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα αγκιστρωμένος. Όλες αυτές οι υπέροχες φωνές από το παρελθόν με μαγέψανε. Τι Μινωτής και Παξινού, τι Λαμπέτη και Χορν, τι Αρώνη, τι Τζόγιας, τι Νέζερ, τι Χατζηαργύρη, τι Χατζίσκος, τι,τι,τι……… Και να τους χαίρεσαι όλους μαζί σε μια εγγραφή για το ραδιόφωνο, ενώ το ίδιο έργο δεν το είχαν ανεβάσει σχεδόν ποτέ σε κανονική παράσταση. Και από την άλλη άρχισα να ρίχνω κλεφτές ματιές πίσω από τα μεγάλα ονόματα του θεάτρου που μέχρι τότε δεν ήταν για μένα παρά μονάχα ονόματα. Γιατί κακά τα ψέματα, κάπου εκεί στα φοιτητικά μας χρόνια είχαμε αποκτήσει κάποια επαφή με το θέατρο, επιδερμική όμως εν πολλοίς. Τουλάχιστον εγώ άντε να είδα καμιά τριανταριά σαράντα παραστάσεις άντε και κανά δυο τρεις το χρόνο μετά το στρατό και από κει και πέρα νέκρα. Τώρα όμως έχω πέσει στα γερά πάνω σε Ιψεν, Τσέχωφ, Γκόγκολ, Μπέκετ, Πίντερ, Ιονέσκο, Λόρκα, Ράτιγκαν, Κοκτώ, Άρθρουρ Μίλερ, Τένεσι Ουίλιαμς και σε τόσους άλλους. Και ξέρεις τι κάνω; Ακούω ένα έργο, μερικά και δύο φορές, - το τέλος του παιχνιδιού του Μπέκετ το άκουσα πέντε φορές- κι ύστερα χώνομαι στο Ίντερνετ και μαζεύω πληροφορίες. Δεν ξέρεις πόσο γλυκά χάνομαι εκεί μέσα……. Κι έπειτα προσπαθώ να διαμορφώσω προσωπική άποψη για καθέναν από αυτούς, εδώ και το δύσκολο……..»
   Είχε πάρει φόρα για τα καλά. Το βλέμμα του είχε ανάψει, η φωνή του είχε υγραθεί, τα χέρια του επιδίδονταν σε ένθερμες συνοδευτικές κινήσεις. Συνέχισε επί ώρα να μου μιλάει, για το μεγαλείο του Ίψεν – «Θεέ μου, πόσο σημερινός εξακολουθεί να είναι!»-, για το εύρημα από την « Αγριόπαπια» που του έκλεψε ο Άρθρουρ Μίλερ στο «Ήταν όλοι τους παιδιά μου», για την μοναδική Τσεχική ατμόσφαιρα -«Τέλμα, νοσταλγία και αδιέξοδοι έρωτες στο παρόν κι από κοντά ένας ρομαντικός ή αφελής προφήτης να προβλέπει πάντα ρόδινο το μέλλον…..» - για τον Μπέκετ και τον Πίντερ – «…που ενώ με ρεαλιστικούς όρους αδυνατείς να παρακολουθήσεις την αφήγησή τους, εν τούτοις σε κρατάνε εκεί περίεργα δεμένο στο άρμα τους….» -, για τον Λόρκα που σήμερα δε νομίζει ότι μπορεί να λειτουργήσει, για τον Ιονέσκο που αντίθετα λειτουργεί κι ας λέει ό,τι θέλει ο Γεωργουσόπουλος, για τον άλλο που έτσι, για τον παράλλο που αλλιώς…….
   «Για να μην στα πολυλογώ», κατέληξε, «περιμένω σαν το πρεζόνι ν’ ακούσω κάθε φορά εκείνο το “λαμβάνουν μέρος με την σειρά που θ’ ακουστούν οι καλλιτέχναι” του εκφωνητή, μόλις ξεκινάει το έργο. Πρόσεξε τώρα τι σου λέω, ε; Καλλιτέχναι, όχι καλλιτέχνες….. Γιατί αυτό το –αι της κατάληξης σηματοδοτεί ένα…….»
   «Το μόνο που έχω να πω», διέκοψα τον οίστρο του είναι ότι δεν μπορώ παρά να σεβαστώ το πάθιασμά σου. Αυτό είναι που αξίζει. Τώρα όσα για τ’ άλλα που μου αραδιάζεις, τι να πω; Έτσι είναι αφού έτσι σας αρέσει….… Αλλά δε μου είπες τι έγινε τελικά με τις μάγισσες του Σάλεμ, τις άκουσες;»
   «Φυσικά, δε μου είπαν όμως πολλά πράγματα. Ξέρεις πρόκειται για ένα θέμα που σε άλλες εποχές προφανώς είχε πέραση. Σήμερα όμως δεν τραβάει…… Αν και θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι όχι το θέμα αλλά ο τρόπος χειρισμού του θέματος κάνουν ένα έργο διαχρονικό…….»

Είχε πάρει πάλι φόρα και συνέχισε επί ώρα να μου αναλύει τη θέση του.
   «Καλά», τον διέκοψα, «στο γουόκμαν όμως πώς έφτασες;»
   «Μα απλώς ήθελα να εκμεταλλευτώ όλες τις ώρες. Στο δρόμο, που περπατάω, στο χτήμα μου όταν κάνω δουλειές, στο βουνό όταν τρέχω…. Είπα όμως βουνό και το θυμήθηκα. Άκου να σου περιγράψω μια εικόνα: Την προηγούμενη Κυριακή το πρωί είχα πάει στο βουνό από νωρίς. Μάζευα σπαράγγια, ξέρεις είναι εποχή τους αυτό τον καιρό. Άρχισα να ακούω τον Θείο-Βάνια, κάπου στα φοιτητικά μου χρόνια τον είχα δει, ελάχιστα όμως θυμόμουν από εκείνη την παράσταση. Ανεβοκατέβαινα τις πλαγιές σκυμμένος κάτω από τα πεύκα, κορφολόγαγα τις σπαραγγιές κι άκουγα. Το έργο με είχε καθηλώσει, ούτε κατάλαβα πώς φύγανε κοντά δυο ώρες. Στο τέλος, όταν ο Βάνια με την Σόνια μένουν μόνοι τους παραιτημένοι πια και αποφασισμένοι να ζήσουν μηχανικά το υπόλοιπο της ματαιωμένης ζωή τους, όταν ο Βάνια αρχίζει πάλι τους τετριμμένους λογαριασμούς του “την δευτέραν Φεβρουαρίου λάδι είκοσι οκάδες …….., την δεκάτην έκτην……….. τόσες οκάδες” και η Σόνια τον παρηγορεί ότι θα ζήσουν μαζί πολλές μέρες και ατέλειωτα βράδια, ότι θα ζήσουν υπομονετικά και στο τέλος θα πεθάνουν ήσυχα ήσυχα χωρίς κανένα παράπονο, ε, δεν ντρέπομαι να σου πω ότι άρχισα να κλαίω σα μωρό παιδί……»
   Έμεινα να τον κοιτάζω. Με στιγμιότυπα από παρελθόν να εναλλάσσονται σαν σε οθόνη μπροστά στα μάτια μου: Ο Σταύρος χωριατάκι, πρωτοετής της νομικής. Ο Σταύρος στέλεχος της ΚΝΕ να αγορεύει με πάθος σε πηγαδάκια. Ο Σταύρος, προχωρημένος φοιτητής πια να κάνει και εμπόριο πιάτων και να κονομάει τόσα όσα ούτε στον ύπνο μας εμείς. Ο Σταύρος ως δικηγόρος πάλι να κονομάει. Να τον φωνάζουμε Γύπα επειδή έπεφτε σαν αρπακτικό πάνω στον πελάτη. Ο Σταύρος να παντρεύεται, ο Σταύρος να χωρίζει, ο Σταύρος με γκρίζα μαλλιά, ο Σταύρος μετά από όλα αυτά να πηγαίνει πια στο βουνό…. με το θείο Βάνια για σπαράγγια.
   Έγραψε και σ’ εμένα κάποια έργα. Άρχισα να τ’ ακούω κυρίως στο αυτοκίνητο. Προσηλωνόμουν για λίγο, έπειτα χανόμουν, έχανα φράσεις, έχανα κομμάτια ολόκληρα του έργου. Στο τέλος τα παράτησα. Μάλλον ήμουν αρκετά μεγάλος πια για νέα πάθη.

   Πριν καμιά εικοσαριά μέρες ήταν που τον είχα συναντήσει για τελευταία φορά. Πριν από εκείνο το κυριακάτικο πρωινό που τον βρήκαν στην Πάρνηθα, στο Βούντημα. Πεθαμένο μέσα στο λιβάδι με τ’ ακουστικά στ’ αυτιά.

Ο Άρις Αλεβίζος γεννήθηκε στη Χάστεμη (Λευκοχώρα) Μεσσηνίας. Σπούδασε νομικά και δικηγορεί στην Αθήνα. Έχει εκδώσει τα έργα:
Δεινός καβαλάρης, διηγήματα, Πλανόδιον, Αθήνα 2000
Το αόρατο άσυλο, μυθιστόρημα, Κέδρος, Αθήνα 2001
Σφαίρες στο Αιγάλεω, διηγήματα, Σοκόλης, Αθήνα 2003
Ένας Αύγουστος χωρίς επίλογο, μυθιστόρημα, Μεταίχμιο, Αθήνα 2005
Ας μην ενοχληθεί κανείς, μυθιστόρημα, Μεταίχμιο, Αθήνα 2008

Δευτέρα 19 Απριλίου 2010

ΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟΙ ΤΗΣ ΑΛΤΟΝΑ του Ζαν Πωλ Σαρτρ


Les Séquestrés d'Altona . Υπόθεση: Το έργο επικεντρώνεται στην τύχη της οικογένειας Von Gerlach στη μεταπολεμική Γερμανία, αλλά εκφράζει την ανησυχία Σαρτρ σε θέματα που έθεσε ο πόλεμος στην Αλγερία. Ο νεώτερος γιος, Frantz, ο ίδιος φυλακισμένος στο δωμάτιό του μετά το τέλος του πολέμου, αδυνατεί να αντιμετωπίσει τις συνέπειες για το γεγονός ότι συμμετείχε σε βασανιστήρια κατά τη διάρκεια του Β΄παγκ. Πολέμου. Φαίνεται μισότρελος, είναι παγιδευμένος σε μια αιμομικτική σχέση με την αδελφή του, Leni, και αρνείται να αντιμετωπίσει την αλήθεια σχετικά με τη δική του ζωή ή την ευρωπαϊκή ιστορία.

Είναι το πιο απαισιόδοξο έργο του Σαρτρ. Φαίνεται ότι δεν υπάρχει διέξοδος.


Οι αυτοτιμωρούμενοι της Αλντόνα (Μ. Κατράκης)
Οι καταδικασμένοι της Αλντόνα (Α. Φιλιππίδης)


Ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ γεννήθηκε στο Παρίσι την 21η Ιουνίου 1905. Σε ηλικία δύο μόλις ετών έμεινε ορφανός από πατέρα. Μεγάλωσε με τις φροντίδες της μητέρας του και του παππού του Καρλ Σβάιτσερ γνωστής αλσατικής οικογένειας του "ιατροφιλόσοφου της ζούγκλας" Άλμπερτ Σβάιτσερ. Σπούδασε σε διάφορα λύκεια της Γαλλίας και αργότερα στην Παιδαγωγική Ακαδημία του Παρισιού. Διορίστηκε καθηγητής φιλοσοφίας σε διάφορες πόλεις. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα προπολεμικά, αλλά μετά την Κατοχή και την Απελευθέρωση το έργο του έγινε διεθνώς γνωστός. Τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1964.


30 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ Jean-Paul Sartre, (ολόκληρο: Jean-Paul Charles Aymard Sartre)Για το ραδιόφωνο: Μετάφραση – Γιώργος Φιλιππόπουλος
Μουσική επιμέλεια – Ιφιγένεια Ευθυμιάτου Σπύρου
Σκηνοθεσία – ΄Αγγελος Φορτούνας
Διάρκεια – 120.24’’
Πρώτη μετάδοση : 30.8.1976
Παίζουν οι ηθοποιοί: ΄Ολγα Πολίτου, Τόνια Καζιάνη, Γιάννης Ευαγγελίδης, Ανδρέας Φιλιππίδης, Νίκος Απέργης, Δημήτρης Βεάνος, Ρένα Βενιέρη, Μπάμπης Αλατζάς, Μίλτος Παντούδης






Το ίδιο έργο με διαφοροποιημένο τίτλο "Οι Αυτοτιμωρούμενοι της Αλτόνα" το έχουμε ανεβάσει παλαιότερα -13 Σεπ 2009 όπου ακούγονται (άλλοι ηθοποιοί): Μάνος Κατράκης Κάκια Παναγιώτου, Τιτίκα Νικηφοράκη, Βασίλης Κανάκης, Στέλιος Βόκοβιτς, Κ. Παππάς, Γιώργος Μετσόλης και Γιώργος Πλούτης

Πέμπτη 15 Απριλίου 2010

ΜΙΑ ΙΤΑΛΙΔΑ ΣΤΗΝ ΚΥΨΕΛΗ

Κωμωδία γραμμένη από τους Νίκο Τσιφόρο και Πολύβιο Βασιλειάδη - το συγγραφικό δίδυμο των επιτυχιών που σάρωσε τα ταμεία του θεάτρου και του κινηματογράφου της δεκαετίας του 1960 - καταγράφει την ελληνική πραγματικότητα μέσα απ’ τους δρόμους «της αρετής και της κακίας», του μεγαλοπιάσματος και της ξενομανίας, μέσα από ανθρώπινους καθημερινούς της χαρακτήρες. Η υπόθεση του έργου: Ο Αντώνης επιστρέφει στην Ελλάδα και στην οικογένειά του μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στην Ιταλία. Η αγαπημένη του αδερφή Τούλα, η οποία έχει κληρονομήσει μια μεγάλη περιουσία, από το δεύτερο σύντροφό της, τον συντηρεί οικονομικά και όπως είναι επόμενο τον «εξουσιάζει». Η Τούλα, όμως, έχει και μιαν άλλη ιδιαιτερότητα… την ξενομανία, κι αυτό γιατί ο πρώτος της άντρας είχε ξελογιαστεί από μια νεαρή Ελληνίδα. Απαγορεύει έτσι στον Αντώνη να παντρευτεί Ελληνίδα και επιμένει πως θα τον βοηθήσει οικονομικά μόνο αν η νύφη της είναι «ξένη»! Ο Αντώνης, που έχει ερωτευτεί και παντρευτεί κρυφά τη βέρα Ελληνίδα, ονόματι «Μπιάνκα», την παρουσιάζει στην οικογένειά του ως Ιταλίδα κι έτσι... η κωμωδία ξεκινάει! Το θεατρικο εργο ανεβηκε για πρωτη φορα τη θεατρικη περιοδο 1967-68 στο θεατρο Κεντρικον στην Αθηνα απο τον θιασο των Μαρω Κοντου,Γιωργου Παντζα,Γιαννη Βογιατζη,Δημητρη Νικολαιδη,σε σκηνοθεσια Δημητρη Νικολαιδη. Στις 28 Οκτωβριου 1968 παρουσιαστηκε στη μεγαλη οθονη,σε κιν/φικη διασκευη και σκηνοθεσια του Ντινου Δημοπουλου,παραγωγη της Φινος Φιλμ και πρωταγωνιστες τους Μαρω Κοντου και Αλεκο Αλεξανδρακη. Ηχογράφηση για το ραδιόφωνο: 11-1-1973 -Ραδιοσκηνοθεσία: Βασίλης Μαυρομμάτης Παίζουν οι ηθοποιοί: ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΟΞΑΡΑΣ, ΡΕΝΑ ΒΕΝΙΕΡΗ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΓΙΑΤΖΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΣΧΙΔΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΟΥΣΗΣ, ΕΙΡΗΝΗ ΚΟΥΜΑΡΙΑΝΟΥ, ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΣ, ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΠΟΜΠΟΥ, ΑΝΝΑ ΜΑΤΖΟΥΡΑΝΗ, ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΝΑΝΕΡΗΣ, ΒΟΥΛΑ ΧΑΡΙΛΑΟΥ  


«Μια Ιταλίδα ΣΤΗΝ Κυψέλη» ή «Μια Ιταλίδα ΑΠ' ΤΗΝ Κυψέλη» ;Το θεατρικό έργο των Νίκου Τσιφόρου και Πολύβιου Βασιλειάδη, ανέβηκε για πρώτη φορά τη θεατρική περίοδο 1967-68 στο Θέατρο Κεντρικόν στην Αθήνα από τον θίασο των Μάρως Κοντού, Γιώργου Πάντζα, Γιάννη Βογιατζή, Δημήτρη Νικολαΐδη, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Νικολαΐδη.
Εκατοντάδες οι ταινίες του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου, που έχουν ξεπεράσει την εποχή που δημιουργήθηκαν και κρατούν ακόμη αγαπημένη συντροφιά, οι περισσότερες στηρίχτηκαν σε θεατρικά έργα που πέρασαν στο πανί, σε προσαρμογές κάποιων επιθεωρήσεων, σε μουσικές παραστάσεις ή και σε σενάρια γραμμένα από θεατρικούς συγγραφείς με μεγάλη εμπειρία και ταλέντο, κοντά στη λαϊκή σοφία και την καθημερινότητα που αφουγκράζονταν τα προβλήματα του λαού, που παρατηρούσαν τη μετεξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας και είχαν στενή σχέση με την καθημερινότητα.
Ανάμεσα σε αυτές και το Μια Ιταλίδα στην Κυψέλη που στις 28 Οκτωβρίου 1968 μετονομάστηκε σε Μια Ιταλίδα απ’ την Κυψέλη (διασκευή σεναρίου: Ντίνος Δημόπουλος) και παρουσιάστηκε στη μεγάλη οθόνη σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου, παραγωγή της Φίνος Φιλμ και πρωταγωνιστές τους με τους Αλέκο Αλεξανδράκη, Μάρω Κοντού, κ.ά.

Πέμπτη 8 Απριλίου 2010

Η ΔΙΚΗΓΟΡΙΝΑ του Λουί Βερνέιγ

«Η Δικηγορίνα» είναι μια κωμωδία του Λουί Βερνέιγ, ένα καλογραμμένο μπουλβάρ, που αγαπήθηκε ιδιαίτερα στην Ευρώπη και την Αμερική στα μέσα του εικοστού αιώνα. Μία σύγχρονη ιστορία, καλογραμμένη, με καλές δόσεις χιούμορ. Περιέργως, μετά από σχεδόν πενήντα χρόνια, αν και ο αστικός τρόπος ζωής έχει αλλάξει πολύ, το έργο αυτό παραμένει επίκαιρο. Η έλλειψη χρόνου στα σημερινά ζευγάρια και η πλήρης αφοσίωση στην λεγόμενη καριέρα είναι τα βασικά στοιχεία που ενδιαφέρουν τον συγγραφέα. Βέβαια, σήμερα, βλέπουμε – κατά την άποψή μου – το ίδιο κείμενο από άλλη οπτική γωνία. Αν ο Βερνέιγ τότε διακωμωδούσε την χειραφετημένη γυναίκα που με πάθος ρίχνεται στη δουλειά, σήμερα, ξέρουμε πως αυτή η ιστορία δεν αφορά μόνο το ένα φύλο, αλλά και τα δύο. Η «Δικηγορίνα», μαζί με τις «Κρατικές υποθέσεις» ήταν τα δύο έργα που έκαναν αγαπητό τον συγγραφέα τους στο θεατρόφιλο κοινό. Ο Βερνέιγ την ίδια ακριβώς επιτυχία είχε και στην Ελλάδα. Μεγάλοι ηθοποιοί ερμήνευσαν τα κείμενά του και αυτές οι παραστάσεις είχαν μεγάλοι επιτυχία.

ΜΠΟΥΛΒΑΡ… ΔΗΛΑΔΗ;;;
Η λέξη μπουλβάρ (ή βουλεβάρτο, εξελληνισμένο κατά τους παλαιότερους) απόκτησε τη θεατρική της έννοια απ' το λεγόμενο Βουλεβάρτο του Εγκλήματος, τον κακόφημο δρόμο του Παρισιού που στέγαζε στον περασμένο αιώνα δημοφιλέστατα μελοδράματα, φάρσες και παντομίμες. Επειδή, ωστόσο, στις κεντρικές λεωφόρους (τα μπουλβάρ) συγκεντρώθηκαν όλα τα εμπορικά θέατρα, ο όρος έγινε αργότερα συνώνυμος του «καλοφτιαγμένου» δραματικού ή κωμικού έργου πού ικανοποιεί το μεγάλο κοινό. Χωρίς συνήθως πνευματικές ανησυχίες, ποιητικό οίστρο ή σκηνικούς πειραματισμούς, τα «βουλεβαρδιέρικα» έργα δίνουν μια ζωντανή κι αληθοφανή εικόνα του αστικού βίου - της μεγαλοαστικής, κατά προτίμηση, τάξης. Το βουλεβάρτο αρχίζει στη Γαλλία σαν απόηχος του ιψενισμού (διανθισμένου με τις καμέλιες του Δουμά) και τα δράματα του Πορτό-Ρίς, του Ντε Κυρέλ και του Μπριέ, που δικαιώνονται χάρη στους μεγάλους ηθοποιούς Σάρα Μπερνάρ, Ρεζάν, Λυσιέν Γκιτρύ κ.ά. Το κωμικό αντίστοιχο θεριεύει στα έργα των Ντέ Φλερ, Καγιαβέ, Τριστάν Μπερνάρ. Το είδος έχει από παλιά περάσει τα γαλλικά σύνορα κι έχει συνάμα διαπλεύσει τον Ατλαντικό (δημιουργώντας ουρές πιστών στα θεατρικά ταμεία), σχεδόν άθικτο πάντα άπ' τις καλλιτεχνικές επαναστάσεις. Αυτές έρχονται και παρέρχονται, το βουλεβάρτο μένει - χάρη στην ευλογία και στα λεφτά τού μεγάλου κοινού, πού γυρεύει δυο ώρες ανώδυνης ψυχαγωγίας.

ΥΠΟΘΕΣΗ Μια φουριόζα και υπεραπασχολημένη δικηγορίνα ξημεροβραδιάζεται στο γραφείο της, καταγινόμενη με τα προβλήματα και τις υποθέσεις των πελατών της, κι έτσι δεν βρίσκει καθόλου χρόνο να δει τον άντρα της. Εκείνος προκειμένου να την ταρακουνήσει και να τη συνετίσει, αποφασίζει να τσιλημπουρδίσει…

ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ: ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ – ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ: Δημήτρης Μυράτ , ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μανώλης Μαυρομάτης , ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρία Δραμιτινού

ΠΑΙΖΟΥΝ: Δημήτρης Μυράτ, Βούλα Ζουμπουλάκη, Βίλμα Κύρου, Κώστας Καστανάς, Πέτρος Λεωκράτης, Ρένια Βενιέρη, Γιώργος Δάνης


Το σημερινό έργο το έχει ανεβάσει η Βούλα Ζουμπουλάκη στο θέατρο το 1955, μαζί με τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, την Τζόλυ Γαρμπή και την Σούλα Αθανασιάδου. Το έργο είχε μεγάλη επιτυχία κι επαναλήφθηκε (προς μεγάλη χαρά του κοινού) αρκετά χρόνια αργότερα, δηλαδή το 1968. Τέλος, το θεατρικό έργο έχει διασκευαστεί για τον ελληνικό κινηματογράφο το 1964 από τον Οδυσσέα Κωστολέττο με τίτλο «Διαζύγιο α λα Ελληνικά». Το σκηνοθέτησε ο ίδιος και πρωταγωνίστησαν ο Κώστας Ρηγόπουλος και η Κάκια Αναλυτή.


Ο Ζακ Λουί Κολίν Ντε Μποκάζ (Louis Jacques Marie Collin du Bocage), γνωστός με το ψευδώνυμο Λουί Βερνέιγ (Louis Verneuil), ήταν Γάλλος θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και ηθοποιός. Γεννημένος στο Παρίσι το 1893, έγραψε πάνω από εξήντα θεατρικά έργα, τα περισσότερα κωμωδίες. Θεωρήθηκε ιδανικός κωμικός συγγραφέας. Η φήμη του πέρασε τα σύνορα της Γαλλίας και τα έργα του παίχτηκαν μέχρι το Broadway, όπως : «Η ζήλεια», «Κρατικές υποθέσεις» και «Η δικηγορίνα». Σενάρια του παίχτηκαν στον κινηματογράφο. Παντρεύτηκε την εγγονή της Σάρας Μπερνάρ, Λυσιάν. Το 1952 βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του. Είχε αυτοκτονήσει. Κηδεύτηκε στο νεκροταφείο Pere Lachaise.



Παρασκευή 2 Απριλίου 2010

ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΜΕ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

.................................................
Με την Αιμιλία Κτενά στο Τρίτο.Ο Πέτρος Φυσσούν διαβάζει ποιήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, εμπνευσμένα από το όραμα της Παναγίας και τις ταπεινές εκκλησιές της. Εκπομπή από το αρχείο της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, σε ηχογράφηση του 1984 και επιμέλεια Ειρήνης Διαβατίδου – Ιορδάνη.




Η ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΣ ΤΟΥ ΕΝΤΜΟΝ ΡΟΣΤΑΝ


Υπόθεση: Το έργο αναφέρεται στη συνάντηση του Ιησού με τη Σαμαρείτιδα στο πηγάδι.



'Εφτασε (Ο Ιησούς) σε μια πόλη της Σαμάρειας που λεγόταν Συχάρ...Εκεί βρισκόταν το πηγάδι του Ιακώβ... 'Έρχεται τότε μια γυναίκα από τη Σαμάρεια να βγάλει νερό. Ο Ιησούς της λέει: «Δώσ' μου να πιω»... Η γυναίκα του απάντησε: «Εσύ είσαι Ιουδαίος κι εγώ Σαμαρείτισσα. Πως μπορείς να ζητάς να σου δώσω νερό να πιεις;» (επειδή οι Ιουδαίοι αποφεύγουν κάθε επικοινωνία με τους Σαμαρείτες). Ο Ιησούς της απάντησε: «Αν ήξερες τι δώρο ετοιμάζει ο Θεός για τους ανθρώπους, και ποιος είναι αυτός που σου λεει «δώσ' μου να πιω», τότε εσύ θα του ζητούσες ζωντανό νερό και θα σου το 'δινε». Του λέει η γυναίκα: «Κύριε, εσύ δεν έχεις ούτε καν κουβά, και το πηγάδι είναι βαθύ από πού, λοιπόν, το 'χεις το τρεχούμενο νερό;». Ο Ιησούς της απάντησε: «Όποιος πίνει απ' αυτό το νερό θα διψάσει πάλι, όποιος όμως πιει από το νερό που θα του δώσω εγώ δε θα διψάσει ποτέ, αλλά το νερό που θα του δώσω θα γίνει μέσα του μια πηγή που θα αναβλύζει νερό ζωής αιώνιας»... Τότε του λέει η γυναίκα: «Κύριε, βλέπω ότι εσύ είσαι προφήτης. οι προπάτορές μας λάτρεψαν το Θεό σ' αυτό το βουνό (το Γαριζεί). εσείς όμως λέτε ότι στα Ιεροσόλυμα βρίσκεται ο τόπος όπου πρέπει κανείς να τον λατρεύει». Της απαντά τότε ο Ιησούς, «Πίστεψέ με, γυναίκα, είναι κοντά ο καιρός που δε θα λατρεύετε τον Πατέρα ούτε σ' αυτό το βουνό ούτε στα Ιεροσόλυμα ...... Είναι κοντά ο καιρός, ήλθε κιόλας που όσοι πραγματικά λατρεύουν , θα λατρέψουν και τον Πατέρα με την δύναμη του Πνεύματος που αποκαλύπτει την αλήθεια, γιατί έτσι τους θέλει ο Πατέρας που τον λατρεύουν . Ο Θεός είναι πνεύμα . Και αυτοί που τον λατρεύουν πρέπει να τον λατρεύουν με την δύναμη του Πνεύματος που φανερώνει την αλήθεια .» Και του λέει τότε η γυναίκα : «Ξέρω ότι θα έλθει ο Μεσσίας, δηλαδή ο Χριστός, όταν έρθει εκείνος θα μας τα εξηγήσει όλα». Και της απαντά ο Ιησούς «Εγώ είμαι, αυτός που σου μιλάω αυτή την στιγμή». (Ιωαν. 4, 5-26)



Γράφτηκε από τον Ροστάν το 1897 ενώ ο ίδιος βρισκόταν σε μια περίοδο κατάθλιψης μετά από το ανέβασμα του θεατρικού έργου La Princesse Lointaine που δεν πήγε καλά και αναγκάστηκε να κατέβει μετά από τριάντα παραστάσεις αν και πρωταγωνίστρια ήταν η Σάρα Μπερνάρ που βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας της. Αλλά η Σάρα Μπερνάρ είχε ακόμη πίστη στο πρόσωπό του, και του ανέθεσε ένα έργο σε στίχο για την εβδομάδα του Πάσχα. Έτσι έγραψε το La Samaritaine, που έτυχε θερμής υποδοχής τόσο από Τύπο και τους κριτικούς.
Για το ραδιόφωνο: Χρονολογία Ηχογράφησης 13 Απριλίου 1979 ΘΕΑΤΡΟ ΤΕΤΑΡΤΗΣ
Πρώτη εκπομπή: 18 Απριλίου 1979, Επαναληπτικές εκπομπές: 2 Απριλίου 1980, 21 Απριλίου 1997 ΣΥΓΓΡΑΦΗ Εντμόν Ροστάν, ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ Λάμπρος Κωστόπουλος, ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ Μύρτα Πολύζου, ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Πόπη Κόντου



Παίζουν οι ηθοποιοί: Χρήστος Τσάγκας, Βάσος Ανδρονίδης, Γιώργος Μοσχίδης, Κώστας Γαλανάκης, Αγγελος Γιαννούλης, Δημήτρης Κοντογιάννης, Ελλη Κωνσταντίνου, Ηλίας Λογοθέτης, Θόδωρος Μορίδης, Ιάκωβος Ψαρράς, Κώστας Κοσμόπουλος, Ελένη Κισκίρα, Χλόη Λιάσκου, Μάκης Ρευματάς, Γιώργος Σαμπανίδης, Σοφία Μυρμηγκίδου, Τάκης Παναγόπουλος, Δημήτρης Παπαγιάννης, Γιάννης Παπαδογιαννάκης, Σοφία Χάνου.


Ο Ροστάν (1868-1918) γεννήθηκε στη Μασσαλία από εύπορη οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν οικονομολόγος και ποιητής. Σπούδασε λογοτεχνία, ιστορία και φιλοσοφία στο κολέγιο Στανισλάς στο Παρίσι. Συνέχισε με νομικές σπουδές και παράλληλα έγραψε το πρώτο θεατρικό του έργο: "Le Gant rouge" ("Το κόκκινο γάντι") και αρκετά ποιήματα χωρίς καμία επιτυχία. Το 1890 εγκαταλείπει τις νομικές σπουδές και, αν κι έχει πάρει την άδεια, δεν θα ασκήσει ποτέ το επάγγελμα του δικηγόρου. Θα αφοσιωθεί στη λογοτεχνία. Η πρώτη του ποιητική συλλογή εμφανίζεται το 1890: "Les Musardises" ("Οι ματαιοσχολίες"). Την ίδια χρονιά παντρεύεται την ποιήτρια Rosemonde Gerard, με την οποία θα αποκτήσει δύο γιους. Το 1891, γράφει το έργο "Les deux Pierrots" ("Οι δύο Πιερρότοι"), αλλά η επιτυχία έρχεται, το 1894 με τους "Ρομαντικούς" ("Les Romanesques"). Στη συνέχεια γράφει για τη Σάρα Μπερνάρ δύο έμμετρα έργα: "La Princesse Lointaine" ("Η απόμακρη πριγκίπισσα"), που ανεβαίνει το 1895, και "La Samaritaine" ("Η Σαμαρίτιδα") το 1897. Τη χρονιά εκείνη ανεβαίνει στο Πορτ Σαιν-Μαρτέν και ο "Συρανό ντε Μπερζεράκ", που υπήρξε ένας θρίαμβος σπάνιος για τα θεατρικά χρονικά. Το "Aiglon" ("Αετιδέας"), έργο γραμμένο για την Μπερνάρ, που ανεβαίνει το 1900, γνωρίζει ανάλογη επιτυχία. Αυτή η διπλή επιτυχία θα τον οδηγήσει, το 1901, στη Γαλλική Ακαδημία. Είναι τριάντα τριών ετών. Η υγεία του όμως, εύθραυστη πια λόγω μιας πνευμονίας, τον αναγκάζει να αποσυρθεί στο Κάμπο, στη Χώρα των Βάσκων, όπου θα γράψει το "Chantecler", το οποίο ανεβαίνει στο Παρίσι το 1910, χωρίς επιτυχία. Την ίδια τύχη θα έχει και η "Τελευταία νύχτα του Δον Ζουάν" που θα παρουσιαστεί μετά το θάνατό του. Ο Εντμόν Ροστάν πεθαίνει από πνευμονία στο Παρίσι στις 2 Δεκεμβρίου 1918.